«ΨΥΧΡΗ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ», ΚΡΙΤΙΚΗ

Eχοντας πίσω του το αγγλόφωνο «Aberdeen» (2000) και τη γυρισμένη στο Βιετνάμ «Γη της Επαγγελίας» (2004), ο Νορβηγός σκηνοθέτης Χανς Πέτερ Μόλαντ έγινε διεθνώς γνωστός με το βουτηγμένο στο πικρής, κατάμαυρης ειρωνείας θρίλερ «Με Σειρά Εξαφάνισης» του 2014. Χιόνι, αίμα και το σκανδιναβικό «χιούμορ της αγχόνης» (gallows humor) συνδυάζονται απολαυστικά από τον Δανό σεναριογράφο Κιμ Φουπζ Άακεσον («Σαπουνόπερα» της Περνίλε Φίσερ Κρίστενσεν, «Η Αίσθηση του Έρωτα» του Ντέιβιντ Μακένζι), με τον Μόλαντ να πιάνει το σωστό αφηγηματικό τέμπο και τον Στέλαν Σκάσγκαρντ να ενσαρκώνει πειστικά την κωμικοτραγική φιγούρα ενός αδέξιου τιμωρού, ο οποίος προσπαθεί να βρει – υπαρξιακό – νόημα σε έναν παράλογο, γεμάτο επικίνδυνους «πανηλίθιους» (ο πρωτότυπος τίτλος του φιλμ), κόσμο.

Δεν βρισκόμαστε μακριά από την αμοραλιστική, στιλιζαρισμένη και μεταμοντέρνα γοητεία μιας ταραντινικής ιστορίας εκδίκησης κι ακόμα πλησιέστερα σ’ ένα βορειοευρωπαϊκό «Φάργκο», κινηματογραφικές αναφορές που γίνονται σαφέστερες όταν η πλοκή του «Με Σειρά Εξαφάνισης» διασχίζει τον Ατλαντικό και ξετυλίγεται από την αρχή στο ορεινό Κίχο του Κολοράντο.

Εκεί ο Νελς, ένας φιλήσυχος εκχιονιστής που μόλις έχει ανακηρυχτεί Πολίτης της Χρονιάς για την κωμόπολή του, μαθαίνει πως ο γιος του είναι νεκρός από υπερβολική δόση ηρωίνης. Προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί κι ενώ η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, χρεώνοντάς του την απώλεια του παιδιού τους, ανακαλύπτει πως το τελευταίο έχει πέσει πιθανόν θύμα δολοφονίας. Αναζητώντας την άκρη του νήματος, θα οδηγηθεί στα ίχνη του «Βίκινγκ», ενός αδίστακτου μεγαλέμπορου ναρκωτικών, ο οποίος μοιάζει απλησίαστος και άτρωτος.

Στην πρώτη του κινηματογραφική δουλειά, ο Φρανκ Μπόλντουιν διασκευάζει πιστά τον Κιμ Φουπζ Άακεσον, από τη μια διατηρώντας ατόφια την πλοκή και πολλές από τις νόστιμες λεπτομέρειες του πρωτότυπου σεναρίου και από την άλλη εξαμερικανίζοντας τα απαραίτητα. Όπως τους Σέρβους ανταγωνιστές του «Κόμη» με Ινδιάνους εμπόρους ναρκωτικών που μπλέκονται στην υπόθεση μετά από ένα λάθος χειρισμό του «Βίκινγκ», με τα ίδια φυσικά δραματικά και ταυτοχρόνως ιλαρά αποτελέσματα. Γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθένα τη σκηνοθετική συνταγή, ο Μόλαντ αντιγράφει με συνέπεια τον εαυτό του, προστατεύοντας ένα συγκρατημένο Λίαμ Νίσον από την action τυποποίηση και τους παρωδιακούς τόνους (οι οποίοι απλώνονται γενναιόδωρα στον περίγυρο).

Στο ίδιο τέμπο και ύφος, διατηρεί ατόφιες και τις διακριτικές κοινωνικές παρατηρήσεις της «…Εξαφάνισης», μεταγράφοντάς τις στην –λευκή σαν το χιόνι και γεμάτη ένοχα μυστικά σαν τα παραγεμισμένα με ναρκωτικά βαλσαμωμένα θηράματα– αμερικανική συνθήκη. Στοιχεία που κάνουν ξεκάθαρο το αντιδάνειο και φέρνουν αυτή τη διασκεδαστικότατη περιπέτεια ένα βήμα πιο κοντά στο κοενικό «Φάργκο»,βασική επιρροή ολόκληρου του Nordic noir, κινηματογραφικού και όχι μόνο.

Πηγή: athinorama.gr