«ΟΠΕΝΧΑΙΜΕΡ». ΚΡΙΤΙΚΗ

Τον Αύγουστο του 1945, ατομικές βόμβες έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, επισπεύδοντας έτσι τον οριστικό τερματισμό των εχθροπραξιών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρόλο που η ναζιστική Γερμανία είχε ήδη συνθηκολογήσει. Σήμερα, 78 χρόνια μετά, ο Κρίστοφερ Νόλαν εμβαθύνει στη ψυχοσύνθεση του Τζ. Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, του επιστήμονα που δημιούργησε το φονικό υπερόπλο, αλλά και στο πολιτικό παρασκήνιο υπό το οποίο ο φυσικός κλήθηκε να φέρει εις πέρας μια αποστολή που άλλαξε την ιστορία της ανθρωπότητας.

Ο Νόλαν, υιοθετώντας την αγαπημένη του μη γραμμική αφήγηση σε μια, όπως συνηθίζει, αριστοτεχνική διαχείριση του κινηματογραφικού χρόνου, παλινδρομεί μεταξύ διαφορετικών περιόδων για να θέσει το σεναριακό πλαίσιο. Με τη χρήση ενός αμείλικτου μοντάζ και φρενήρων διαλόγων, αναπτύσσονται παράλληλα η ανέλιξη του Οπενχάιμερ στην κορυφή της επιστημονικής αλυσίδας, η διευθυντική ανάμειξή του στο Σχέδιο Μανχάταν για την παραγωγή της ατομικής βόμβας και, ακολούθως, η πολιτική δίωξή του τη δεκαετία του ’50 για δήθεν κομμουνιστική δράση και για κατασκοπεία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης.

Η ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται η πλοκή μπορεί μεν να συναρπάζει απογειώνοντας την ένταση, συνοδεύεται δε από χειροπιαστό κόστος. Όσα συμβαίνουν στους ήρωες, οι απρόβλεπτες ανατροπές, οι παρασκηνιακές δολοπλοκίες, τα πάθη, ελαχιστοποιούνται στο μέγεθος απλού σεναριακού συμβάντος, αφού τα γεγονότα διαδέχονται ιλιγγιωδώς το ένα το άλλο. Ακόμα και η πολύκροτη σκηνή της δοκιμής της ατομικής βόμβας, παρόλο που ο ερχομός της προετοιμάζεται αγωνιωδώς με χιτσκοκική μεθοδικότητα, περνά γρήγορα σε δεύτερη μοίρα ώστε να συνεχίσει να “τρέχει” η δράση. Πρόκειται για μια σκηνή που αξίζει το χειροκρότημα σε επίπεδο τεχνικού κατορθώματος, ωστόσο ο συναισθηματικός αντίκτυπός της είναι μετρημένος ακριβώς εξαιτίας του ιλιγγιωδούς τέμπο, την ώρα που αποπνέει μια ελαττωματική αίσθηση θαυμασμού. Ο Νόλαν συστήνει τη γέννηση ενός όπλου μαζικής εξολόθρευσης ως μια στιγμή κορύφωσης της διάνοιας του Οπενχάιμερ, κατ’ επέκταση καθολικά των ανθρώπινων δυνατοτήτων, αλλά καθόλου ως προλεγόμενο μελλοντικών θρηνωδιών, οι οποίες μάλιστα δεν άργησαν να έρθουν. Ειρωνικά, σαν παράλληλο σχόλιο, να σημειωθεί πως ακριβώς αυτό κατάφερε για τη μικρή οθόνη ο Ντέιβιντ Λιντς πετυχαίνοντας ανατριχιαστικά αποτελέσματα, με το δικό του Trinity Test να συμβολίζει την ενσάρκωση του απόλυτου κακού (“Twin Peaks”, 3η σεζόν, επεισόδιο 8), χωρίς καν να έχει ανάγκη “αληθινά οπτικά εφέ”…

Παράλληλα, συνολικά οι αγαθές προθέσεις του Οπενχάιμερ δεν τίθενται παρά ελάχιστα υπό αμφισβήτηση, σε μια απόπειρα του Νόλαν να αποδείξει πως δεν υπήρξε παρά ένας Αμερικανός Προμηθέας, όπως τιτλοφορείται και το βιβλίο των Κάι Μπερντ και Μάρτιν Τζ. Σέργουιν, στο οποίο βασίζεται ο σκηνοθέτης, με τη λογική πως ο επιστήμονας “καταδικάστηκε” σε μια ζωή αιώνιας τιμωρίας. Ως προς αυτό είναι ενδεικτική η παθητική στάση που διατηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια των προκατειλημμένων εις βάρος του ανακρίσεων. Πρόκειται βέβαια για μια ηθικολογία χωρίς ρίσκο, η οποία εμπλουτίζεται από την αύρα εξιλαστήριου θύματος που περιτριγυρίζει τον Οπενχάιμερ, με τον Νόλαν να επικαλείται το επιχείρημα πως τον χρησιμοποίησε το (υπερσυντηρητικό μακαρθικό) σύστημα προτού τον απορρίψει. Στοιχείο αντιφατικό και όχι αρκετά πειστικό για ένα χαρακτήρα για τον οποίο ακούμε, χωρίς να βλέπουμε στα αλήθεια, πόσο διορατική διάνοια είναι επί 180’, αλλά και πόσο έντονη πολιτική ευσυνειδησία διαθέτει (οι κομμουνιστικές ανησυχίες). Το δυσοίωνο φινάλε έρχεται να ρίξει βολικά τις ευθύνες “στην ανθρώπινη κατάσταση” γενικώς, υπονοώντας πως ο Οπενχάιμερ ήταν μεν ένα πολύτιμο γρανάζι, αλλά άνηκε σε μια ευρύτερα προβληματική μηχανή.

Έπειτα, για όλη τη χειροπιαστά ανησυχητική ατμόσφαιρα που έχει σμιλεύσει ο Νόλαν, άρρηκτα συνδεδεμένη με το συλλογικό άγχος για μαζικό πυρηνικό όλεθρο, έχει ενδιαφέρον πως η ταινία του δεν έχει ως καύσιμο το φόβο, αλλά το δέος. Δέος για τις κινηματογραφικές εικόνες που ο ίδιος πλάθει, μέσα από το δέος για όσα ο Οπενχάιμερ έφτιαξε. Μια αταίριαστη ροπή στην αυταρέσκεια, ειδικά όταν μιλάμε για τον άνθρωπο που έγινε “ο Θάνατος, ο καταστροφέας των κόσμων”.

Πηγή: athinorama.gr