ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ: ΤΙ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΜΥΚΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ CHEF JASON ATHERTON;

Ο Κώστας Παπαθανασίου θα είναι το δεξί χέρι του διάσημου σεφ Jason Atherton στο πολυσυζητημένο εστιατόριο Mykonos Social του ξενοδοχείου Santa Marina. Μιλώντας στο Andro και τη Μία Κόλλια διηγείται την πορεία του από τη Λαμία έως το Έβερεστ και από την Αγγλία έως τη Μύκονο.

Το Mykonos Social by Jason Atherton αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νέα στον γαστρονομικό μας χάρτη για φέτος το καλοκαίρι. Ο πολυβραβευμένος με αστέρια Michelin διεθνούς φήμης σεφ άνοιξε χθες επίσημα το Mykonos Social στο Santa Marina, a Luxury Collection Resort.

Ο σεφ που θα τρέχει καθημερινά το πολυναμενόμενο εστιατόριο είναι ο Κώστας Παπαθανασίου, χρόνια συνεργάτης του Atherton, ένας άνθρωπος που έχει όλα όσα απαιτεί η στόφα ενός αστεριού για να μπορεί να λάμψει όταν πρέπει και να διαρκέσει στον χρόνο. Θα αφήσω το αδιαπραγμάτευτο ταλέντο στην άκρη και θα σταθώ στην παραδειγματική επιμονή και υπομονή του, στη σκληρή δουλειά χωρίς όρια, στην πίστη ότι θα τα καταφέρει και στη δίψα για μάθηση.

Ο Κώστας τα έχει όλα αυτά σε υπερθετικό βαθμό. Μαζί με το χάρισμα που σου δίνει το ραβδάκι της νεράιδας όταν γεννηθείς σε κάνουν να δοθείς ολόψυχα σε εκείνο που αγαπάς και έχεις επιλέξει. Διαβάστε την ιστορία του, είναι γεμάτη αληθινούς «δράκους» και περιπέτειες!

Με τον σεφ Jason Atherton.

– Πού μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λαμία. Γύρω στη Β’ Γυμνασίου ήξερα ήδη τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου, έτσι όταν τελείωσα το σχολείο, πήγα στην Κέρκυρα, για να σπουδάσω σε μια σχολή τουριστικών επαγγελμάτων και συγκεκριμένα μάγειρας.

– Πώς ένα παιδί σε αυτή την ηλικία ξέρει τι επάγγελμα θα ακολουθήσει στο μέλλον του;

Νομίζω ότι έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα. Στο σπίτι μας, λόγω της δουλειάς του πατέρα μου, είχαμε πολύ συχνά καλεσμένους από το εξωτερικό και κάναμε ατέλειωτα τραπέζια. Είχαμε -και έχω ακόμη- πολύ καλούς φίλους από την Ινδία, το Ιράν, την Κίνα, τη Ρωσία, και μέσα από συζητήσεις μαζί τους μού μεταδόθηκε ένα μεγάλο ενδιαφέρον για τις γεύσεις. Μου άρεσε που ο κόσμος καθόταν σε ένα τραπέζι, έτρωγε και περνούσε καλά. Νομίζω ότι αυτή η ευχάριστη ατμόσφαιρα με έκανε να αγαπήσω τη μαγειρική, όπως και ότι άρεσε και σε μένα τον ίδιο να τρώω.

– Από πολύ μικρός συνδέσατε δηλαδή το φαγητό με τη φιλοσοφία των λαών, τη φιλοξενία και ό,τι άλλο το περιβάλλει, πέρα από τη γεύση.

Ακριβώς, δεν είναι μόνο η γεύση. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι είχαμε πολλούς φίλους που έρχονταν από το Ισραήλ και όταν καθόμασταν να φάμε, δεν έτρωγαν χοιρινό κρέας αλλά δεν τους πείραζε να υπάρχει στο τραπέζι. Μου είχε κάνει εντύπωση που τηρούσαν την παράδοσή τους, σεβόμενοι παράλληλα τις δικές μας συνήθειες. Διάφορες τέτοιες ιστορίες μου κέντριζαν το ενδιαφέρον.

– Μετά τη σχολή στην Κέρκυρα, τι ακολούθησε;

Ήθελα να αποκτήσω εμπειρία στο εξωτερικό και έτσι όταν ήρθε η στιγμή του training, πρέπει να έστειλα και χίλια βιογραφικά σε όλο τον κόσμο. Τελικά πήγα στο Κάστρο «Ashford» στην Ιρλανδία, ένα κάστρο που έχει μετατραπεί σε ένα πανέμορφο ξενοδοχείο, με δικό του εστιατόριο φυσικά. Αυτό έγινε το 2006 και ήταν μια αρκετά δύσκολη εμπειρία για μένα. Ήμουν 18 ετών, δεν ήξερα ακόμα καλά τη γλώσσα, αλλά, από την άλλη, συνήθισα γρήγορα διότι οι Ιρλανδοί είναι ένας πολύ ζεστός λαός. Έμεινα εκεί επτά μήνες περίπου, αλλά έπρεπε να ξαναγυρίσω στη σχολή για τη δεύτερη χρονιά.

– Σε αυτό το διάστημα της εκπαίδευσής σας καταλάβατε ότι όντως σας έκανε αυτή η δουλειά;

Όπως κάθε δουλειά έχει τα καλά και τα κακά της, το ίδιο συμβαίνει και με τη μαγειρική. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να ανακαλύψεις αν πραγματικά σου αρέσει η δουλειά σου -και μένα, ναι, σίγουρα μου άρεσε. Η μαγειρική έχει ένταση, πίεση, ορθοστασία, δεν είναι ένα εύκολο επάγγελμα. Ο δεύτερος προορισμός μου για δουλειά ήταν το Λονδίνο, όπου έκανα κάποια δοκιμαστικά σε αρκετά εστιατόρια με αστέρια Michelin. Εγώ ήθελα να δουλέψω στο καλύτερο εστιατόριο του κόσμου που είχε ψηφιστεί τότε και ήταν το «Fat Duck», με 3 αστέρια Michelin. Τους έστειλα εννιά φορές (!) το βιογραφικό μου και ανυπομονώντας για την απάντηση αποφάσισα τελικά να πάω να τους το δώσω και ιδιοχείρως. Φόρεσα λοιπόν το κοστούμι μου και πήγα εκεί στις 12:30 το μεσημέρι, μη σκεπτόμενος ότι εκείνη τη στιγμή δουλεύουν φουλ για το μεσημεριανό φαγητό…

– Και, τελικά, τι συνέβη;

Μπήκα μέσα, με ρώτησε ο μάνατζερ του εστιατορίου αν έχω κάνει κράτηση κι εγώ του απάντησα ότι ήθελα να δώσω το βιογραφικό μου. Χαμογέλασε λίγο περίεργα, μου είπε να περιμένω και σε λίγο με οδήγησε στην κουζίνα. Ήταν ένας μικρός σχετικά χώρος τότε, όπου γνώρισα τον σεφ, ο οποίος μάλλον προσπαθούσε να μην γελάσει, βλέποντας ότι εγώ, με μια εμπειρία εφτά μηνών σε κουζίνα, ήθελα να δουλέψω εκεί. Τις πρώτες μέρες του stage, όταν κάποια στιγμή δοκίμασα το φαγητό, αυτό που σκέφτηκα ήταν πώς, ναι, τελικά μπορείς να φας κάτι που να σε ενθουσιάσει τόσο πολύ! Το θυμάμαι ακόμα, ήταν μια τάρτα μήλου, που στην κυριολεξία με έκανε να δακρύσω! Το πιο σημαντικό ήταν το σκεπτικό τους, το οποίο ουσιαστικά συμπυκνωνόταν στο ότι δεν έχει σημασία τι μπορεί να πάει λάθος αλλά τι μπορεί να γίνει σωστά και πώς αυτό μπορεί να πάει καλύτερα. Κι εγώ είμαι άνθρωπος αυτής της νοοτροπίας, αλλά τότε ήμουν ακόμη μικρός, άπειρος, σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικό – εννοείται πως δυσκολεύτηκα. Άξιζε όμως.

Διαβάστε την συνέχεια στο Andro.gr