«TAR», ΚΡΙΤΙΚΗ

Από τον Σοφοκλή και την “Αντιγόνη” του ως τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον… Γιώργο Βουλγαράκη οι άνθρωποι δεν θα σταματήσουν ποτέ να αναρωτιούνται για το αν “ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό”. Μαζί τους και ο Τοντ Φιλντ, ηθοποιός (ο πιανίστας στα “Μάτια Ερμητικά Κλειστά”) ο οποίος το 2001 πέρασε πίσω από την κάμερα με τα υποψήφια για πέντε Όσκαρ “Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας”. Από τότε σκηνοθέτησε ακόμα μόνο μια ταινία (“Κρυφές Επιθυμίες”, 2006), για να επανέλθει τώρα με το εξάκις οσκαρικά υποψήφιο “Tár” και να επαναδιατυπώσει τις απορίες του πάνω στην καθαρότητα των ανθρωπίνων κινήτρων και συναισθημάτων, στο σαφή διαχωρισμό ιδιωτικού και δημόσιου βίου, όπως και στα όρια καλλιτεχνικών και ηθικών αξιών.

Οι τελευταίες διασταυρώνονται σε μια χαρακτηριστική σκηνή του τελευταίου φιλμ του, όπου η Λίντια Ταρ παραδίδει masterclass στη μουσική ακαδημία Τζούλιαρντ και έρχεται σε αντιπαράθεση με ένα φοιτητή ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως “πάμφυλος”, “μαύρος, ιθαγενής και έγχρωμος” (BIPOC pangender), δηλώνοντας ταυτόχρονα την αποστροφή του προς τη μουσική του Μπαχ και των “cis αντρών” συνθετών. Εκείνη απαντά πως αρνείται να κρίνει τους συνθέτες για ο,τιδήποτε άλλο πέρα από τη μουσική τους και του επιτίθεται μετωπικά: “Ο αρχιτέκτονας της ψυχής σου φαίνεται να είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης”.

Μαθήτρια του Λέοναρντ Μπερνστάιν, η Λίντια Ταρ είναι μια καταξιωμένη μαέστρος κλασικής μουσικής, διευθύντρια της Φιλαρμονικής του Βερολίνου και στο απόγειο της δημιουργικότητάς της. Ετοιμάζεται να εκδώσει ένα πολυαναμενόμενο αυτοβιογραφικό βιβλίο και να ηχογραφήσει ζωντανά την Πέμπτη Συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ, το μεγάλο στοίχημα της καριέρας της. Δηλωμένη λεσβία, συζεί με την πρώτη βιολονίστρια της Φιλαρμονικής, έχοντας υιοθετήσει από κοινού ένα κοριτσάκι. Από μικρές χαραγματιές που σιωπηλά μεγεθύνονται, όμως, ο ιδανικός μικρόκοσμός της θα διαρραγεί και η πραγματικότητα θα εισβάλλει στην προστατευμένη φούσκα της οικογενειακής γαλήνης και της καλλιτεχνικής αρτιότητας.

Ποια είναι αυτή η πραγματικότητα; Ο Τοντ Φιλντ την περιγράφει διφορούμενα: ως μια αδιόρατη, μεταφυσικού τύπου απειλή (είναι όλα στο κεφάλι της Ταρ;) και ταυτόχρονα ως ένα καθεστώς αληθινών γεγονότων, αυθαίρετων διακηρύξεων, ορθολογικής αξιολόγησης, φτηνών κουτσομπολιών και καλά κρυμμένων μυστικών. Μπορεί η Ταρ να την κρατήσει μακριά από την ουράνια απομόνωση των μελωδιών του Μπαχ, του Μπετόβεν και του Μάλερ; Είναι ικανή να διαχωρίσει τη θεϊκή μουσική τους από αυτό που τη γέννησε; Και είναι δυνατόν εμείς να την κρίνουμε για μια σειρά “αμιγώς καλλιτεχνικών” πράξεών της, αδιαφορώντας για τις υπόλοιπες; Γιατί ό,τι είναι καλλιτεχνικά καταξιωμένο είναι και ηθικά δικαιωμένο; Με απαράμιλλη σκηνοθετική ακρίβεια (στο τέμπο, στην εικαστική λεπτομέρεια, στη σύνθεση και την εσωτερική χορογραφία του κάδρου), ο Φιλντ ζωντανεύει έναν κόσμο έμπλεο φιλοδοξιών, μα συναισθηματικά αποστειρωμένο, φαινομενικά ατσαλάκωτο, αλλά ολοκληρωτικά παραδομένο στη λαγνεία, τον ανταγωνισμό, τη ματαιοδοξία. Όλα περιστρέφονται εδώ γύρω από μια (σκηνοθετημένη) εικόνα. Συντρίβοντάς την, το “Tár” σαρκάζει τόσο την “ιερότητα” της καλλιτεχνικής αυθεντίας όσο και τη βαρβαρότητα της πολιτικής ορθότητας, ανατέμνοντας τολμηρά, με κοφτερό νυστέρι την αποστομωτική ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ, τη φιλελεύθερη ψυχοπαθολογία της εποχής μας.

ΗΠΑ. 2022. Διάρκεια: 158΄. Διανομή: TULIP

Πηγή: athinorama.gr

10
10