SENTA: ΕΚΕΙ ΠΟΥ Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΟΝΑΣ!

Η διακριτική γοητεία και η κοσμοπολίτικη αύρα της Στοάς Σπυρομήλιου είναι σίγουρα ισχυρά θέλγητρα για να πείσουν κάποιον να επιλέξει ένα εξωτερικό τραπέζι για το γεύμα του στο νέο ιαπωνικό εστιατόριο Senta. Προσωπικώς, χάρηκα ιδιαίτερα που επιλέξαμε τη μέσα αίθουσα. Καθισμένη σ’ έναν από τους άνετους καναπέδες είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν στη zen τραπεζαρία ενός λιτού minka (ιαπωνικό σπίτι). Κι όμως ούτε το τραπέζι μπροστά μας ήταν ένα χαμηλό chabudai ούτε και εμείς δειπνούσαμε γονατιστοί πάνω σε χαλάκι tatami.

Μπορεί να ήταν το φως που έμοιαζε να βγαίνει από τους τοίχους, μπορεί να ήταν η ευγενική παρουσία των σερβιτόρων με τις μαύρες υπέρκομψες στολές, που οι γραμμές τους παραπέμπουν σε κιμονό σαμουράι – τις σχεδίασε η Άννα Μακρή και τις υλοποίησε η Α+Μ Athens. Πάντως όλα μαζί γίνονταν ένα τέλειο όχημα για να «ταξιδέψει» κανείς, με κάθε δυνατό τρόπο, στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου.

Το δείπνο μας άνοιξε όμορφα με τη σαλάτα hijiki- wakame που συνδυάζει αυτά τα δύο φύκια με τόνο, σολομό, πίκλες αγγουριού και καρότου, φύτρες σκόρδου, σάλτσα σουσαμιού όπου η τηγανητή κινόα δημιουργεί μια τραγανή αντίστιξη. Ακολούθησαν τα inside-out ρολάκια uramaki unagi-foie gras, ο δυτικότροπος συνδυασμός χέλι και φουαγκρά, με το άψογο ρύζι, μια υποψία τρούφας και ένα δροσερό κοντράστ από το σπαράγγι και το αγγούρι μού επιβεβαίωσαν, για μια ακόμα φορά, την εξαιρετική άποψη που είχα ήδη σχηματίσει για τα μαγειρικά skills του σεφ Νίκου Πολιτάκου, όταν είχα πρωτοδοκιμάσει την κουζίνα του, πριν από μερικά χρόνια, στο Kinjo, στα Βριλήσσια. Στο επόμενο στάδιο οι «ζωντανές» και χυμώδεις καραβίδες, με τα κεφαλάκια τους ελαφρά καψαλισμένα και το γυμνό σώμα τους ακουμπισμένο πάνω «κλωστές» ραπανιού daikon με γοήτευσαν με τη σχεδόν γλυκιά τους γεύση και την ευχάριστη κι ιωδιούχο αλμύρα τους, που εξισορροπούσαν οι λεπτές νότες εσπεριδοειδών. Αμέσως μετά ήρθαν δυο είδη άψογα τεμαχισμένων nigiri: από κοιλιά τόνου με λεπτοκομμένο σχοινόπρασο και από σκουμπρί με φρεσκοτριμμένο yuzu, πάνω σε πάντα καλοδουλεμένο ρύζι – κάτι που οπουδήποτε αλλού δεν είναι πάντα αυτονόητο, δυστυχώς – με μια λεπτή λαμπιρίζουσα σος και διακριτικό wasabi. Στη συνέχεια ήρθε μια ωραία κι εύσαρκη, καπνιστή παλαμίδα katsuo no tataki, την οποία την οποία κόντραρε καλά η πάστα kosho-πορτοκάλι.

Στους αντίποδες της, το μάλλον ντελικάτο λυθρίνι ceviche, παρουσιασμένο σαν ένα στεφάνι με λουλουδάκια (borago;) – θα το προτιμούσα χωρίς όλο αυτό το κρεμμύδι – σώθηκε στην κυριολεξία χάρη στο αρωματικό leche de tigre, μια άψογη ισορροπία οξύτητας και κάψας, που βοήθησε να κλείσει ομαλά έκλεισε το πρώτο μέρος του δείπνου μας, με τις καλύτερες εντυπώσεις. Μέχρι αυτού του σημείου ο συνδυασμός με το απλό κι easy going Riesling Kung Fu Girl του 2019 από την Columbia Valley τα πήγε μια χαρά με όλες αυτές τις έντονες κι «αντιμαχώμενες» γεύσεις. Ώρα να ζητήσουμε τη συμβουλή του ευγενικού sommelier για μια πιο στιβαρή συνέχεια. Ο κατάλογος που υπογράφει ο Άρης Σκλαβενίτης προσφέρει πολλές επιλογές κρασιών και sake, αλλά αν δεν υπάρξει ομοφωνία, υπάρχουν και τα cocktails, που δημιούργησε η ομάδα του Baba au Rum, για να ταιριάξουν με πολλά πιάτα μας – όπως και έγινε.

Συνεχίζοντας με τα ζεστά, αρχικά, δοκιμάσαμε την ελαφρώς καπνιστή και πολύ τρυφερή πάπια ahiru usuzukuri (όπου ουζουκούρι είναι είδος λεπτής κοπής, όπως το καρπάτσο), η οποία ήρθε μια αρωματική σάλτσα από μαύρο ξίδι, τρούφα και τζίντζερ, ένα ισορροπημένο πιάτο, ιδανικό για να περάσει κανείς στα κρεατικά. Το τελευταίο αλμυρό πιάτο μας ήταν τα εντελώς λιχούδικα αλλά σίγουρα όχι υψηλών απαιτήσεων yakibuta karubi, a.k.a χοιρινά παιδάκια που σιγοψήνονται για… 24 ώρες, αλειμμένα με καντονέζικη σάλτσα που έδινε στο κρέας μια γλυκάλμυρη και ελάχιστα πικάντικη γεύση. Ήρθαν μαζί με ένα μπολ με ρύζι με λάχανο kimchi και λεπτές λωρίδες από φρέσκα λαχανικά, το οποίο πολύ θα ήθελα να κρατήσω για μένα μόνο.

Τα επιδόρπια ήταν πολύ πιο δυτικότροπα από όσο θα τα ήθελα. Παραδέχομαι πως ελάχιστοι Δυτικοί εκτιμούν τα αμιγώς ιαπωνικά γλυκά, αλλά εδώ νομίζω πως χρειάζεται να προσεγγίσουν το θέμα με περισσότερη εκλέπτυνση για να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο με το φαγητό. Το μεν dango, το τηγανητό tofu, παναρισμένο σε panko με σάλτσα μελιού και σόγιας δεν διεκδικεί δάφνες καθώς ανήκει στην κατηγορία του comfort food. Θυμίζει κάτι μεταξύ γλυκού baignet και γεμιστού λουκουμά. Δοκιμάζοντας όμως και τα άλλα δυο επιδόρπια, τη namelaka της λευκής σοκολάτας με τις δυο γεύσεις και το cheese cake με το ανθότυρο μαζί με tofu, καραμελωμένα φρούτα και παγωτό κίτρινης κολοκύθας, δεν κατάφερα να ξεχωρίσω κάποιο ως καλύτερο, ούτε και γοητεύτηκα.

Παρόλα ταύτα, επειδή συμβαίνει συχνά να με ρωτάνε «που έφαγες καλά, τελευταίως;», αυτή την εποχή μπορώ να πω με βεβαιότητα πως το Senta θα είναι ανάμεσα στα πρώτα εστιατόρια που θα σκεφτώ να προτείνω.

Πηγή: fnl-guide.com