«DUNE», ΚΡΙΤΙΚΗ

Άνισο, ανορθόδοξα γοητευτικό και ενδόξως αποτυχημένο, το «Dune» του Ντέιβιντ Λιντς είναι ένα από τα χαρακτηριστικότατα σινε-παραδείγματα δημιουργικών διαφορών που καταδίκασαν μια φιλόδοξη ταινία. Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά, ο Ντενί Βιλνέβ, με εγκεκριμένα διαπιστευτήρια στην επιστημονική φαντασία («Άφιξη», «Blade Runner 2046»), επιστρέφει στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Φρανκ Χέρμπερτ, την αγγλόφωνη βίβλο του είδους, και βαδίζει προσεκτικά για να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη.

Καταρχάς κατοχυρώνει τη μεγάλη διάρκεια της κινηματογραφικής διασκευής, χωρίζοντας το εγχείρημα σε δύο ταινίες. Κατόπιν εξασφαλίζει τη δημιουργική ελευθερία του και, όπως στο παρελθόν, επιλέγει μια ενήλικη, δραματική και «φιλοσοφική» προσέγγιση σε σχέση με την καταιγιστική αφηγηματική ταχύτητα που υιοθετούν οι μοντέρνες θεαματικές περιπέτειες φαντασίας. Ξεκινάει λοιπόν να αφηγείται τη μεσσιανική πορεία ενός νεαρού άντρα προς το πεπρωμένο του και ταυτόχρονα μια πολυδιάστατη αλληγορία (για τη γοητεία και διαχείριση της εξουσίας, το ρόλο των φύλων, τα παιχνίδια της μοίρας, τις στρατηγικές της πολιτικής οικονομίας, τις οικολογικές ανησυχίες, τις εσωτερικές φιλοσοφίες), με το πρώτο μέρος της διλογίας, το οποίο θα μπορούσε να ονομάζεται «Η πτώση του Οίκου των Ατρειδών».

Όπως ο «Άρχοντας των δακτυλιδιών», με τον οποίο συγκρίνεται συχνά, το «Dune» χτίζει από το μηδέν έναν θαυμαστό μυθοπλαστικό κόσμο γεμάτο περίπλοκους χαρακτήρες, γοητευτικές λεπτομέρειες και συναρπαστικές περιπέτειες. Οι ρίζες του βρίσκονται στη δεκαετία του ’60, το τέλος της αποικιοκρατίας, την αντικουλτούρα, τις μεταπολεμικές καπιταλιστικές στρατηγικές και τη γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής, απλώνεται όμως σε ένα παραμυθένιο βασίλειο, το οποίο ο Ντενί Βιλνέβ ζωντανεύει στην οθόνη με δημιουργικότατη φαντασία. Τοποθετεί μέσα του ήρωες, διλήμματα και ιδέες με τραγικές (σαιξπηρικές και αρχαιοελληνικές) καταβολές, στεριώνει αργά και μεθοδικά τα θεμέλια της επικής αφήγησής του (world building) και συνδυάζει τις υπνωτιστικές εικόνες ενός εσωτερικού ταξιδιού με εκείνες του μεγάλου θεάματος. Τώρα είμαστε πλέον έτοιμοι για το δεύτερο και τελευταίο μέρος, την «Έγερση του Λισάν αλ Καΐμπ».

Πηγή: athinorama.gr