ΑΘΟΣ: ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΠΟΥ ΣΦΥΖΕΙ ΑΠΟ ΝΟΣΤΙΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

Πήγα στο Άθος σχεδόν απροετοίμαστος, χωρίς να κουβαλάω αυτή την ανυπόμονη προσμονή που έχουν οι καινούργιες αφίξεις. Σκέφτηκα ότι λίγο πολύ θα βρω άλλο ένα εστιατόριο σαν εκείνες τις νεοταβέρνες που μιμούνται η μία την άλλη, παίζοντας με το ανεπιτήδευτο μέχρι να γίνει σκηνοθετημένο, μπερδεύοντας την αλήθεια της απλότητας με το επίτηδες πρόχειρο που πλασάρεται ως αυθεντικό. Ένα ύφος που όσο πιο πολύ προσπαθεί να μοιάσει σε σπίτι, τόσο περισσότερο φωνάζει πως τελικά είναι concept. Όμως, το Άθος που άνοιξε στα τέλη Μαΐου στην εντελώς off broadway Ακαδημία Πλάτωνος έχει άλλη ενέργεια.

O σεφ Δημήτρης Χατζηβασιλείου (φωτό κάτω) μαζί με τον Δημήτρη Γραμματικάκη και τον Παναγιώτη Πανταζή έστησαν ένα εστιατόριο που ήθελαν να στεγάσει τις δικές τους μνήμες από την ελληνική κουζίνα, αφηνοντάς την να σταθεί όπως είναι, αληθινή, γυμνή, σχεδόν τρυφερή. Η επιρροή του Pharaoh (όπου εργάζονταν και οι τρεις) είναι εκεί, φυσικά, σαν απόηχος μιας γευστικής παιδείας που τους διαμόρφωσε, αλλά παρά τα αναπόφευκτα κοινά σημεία στην γευστική τους ταυτότητα δεν μου φάνηκε σαν κλώνος. Καθώς περνάς την πόρτα του βλέπεις ένα μπαρ στρωμένο για φαγητό, λίγα τραπέζια, και με το που στρίβεις το βλέμμα είναι το πάσο: Άθος σημαίνει στάχτη κι εδώ η φωτιά καίει για τα καλά, δίνοντας το σύνθημα ενός εστιατορίου όπου τα μαγειρέματα είναι ζωντανά.

Μια κατσαρόλα με ένα μελωμένο μοσχαράκι, πιάτα που στήνονται επιτόπου και στην άκρη ένα ταξί με μυρωδάτα γεμιστά, κάτω από ένα εικονοστάσι. Κι αυτό το σκηνικό το έχουμε δει αλλού, πάλι όμως δεν μου χτύπησε άσχημα. Μπορεί επειδή όσοι μεγαλώσαμε στην επαρχία, οι κουζίνες των σπιτιών μας μοιάζαν περισσότερο με ένα μικρό παρεκκλήσι παρά με κουζίνα. Από τα ηχεία ακούγονται ελληνικά που θυμίζουν πάλι άλλες εποχές, τότε που τα τραγούδια μπορούσαν σαν σταθούν και σαν ποιήματα και οι νότες ρίχναν βέλη στις καρδιές.

Ξεκινώντας από τη λίστα κρασιών να πω ότι έχει ένα ενδιαφέρον, θέλει όμως το κάτι τι παραπάνω τόσο σε εύρος όσο και σε βάθος. Στα του φαγητού, η κάρτα αλλάζει συχνά πυκνά, αλλά κάποια πράγματα φαντάζομαι πως θα είναι πάντα εκεί. Η τυροκαυτερή τους είναι ακριβώς όπως πρέπει: αιχμηρή, πιρουνάτη, με την ένταση της πιπεριάς να στέκεται μπροστά χωρίς να πνίγει την κρεμώδη βάση. Ο ταραμάς αυτός πολύ καλός, πιο ρουστίκ σε σχέση με αυτούς τους υπερβολικά φινετσάτους που συναντάμε συνήθως σε καλά εστιατόρια, με υφή που κρατάει το ψωμί και γεύση που μένει στο στόμα.

Το πρώτο πιάτο που δοκίμασα στο Άθος ήταν και από αυτά που θα με κάνουν να επιστρέψω σύντομα: βλήτα περασμένα στη σχάρα και βρασμένα σωστά, με αυτή τη λεπτή ισορροπία και οξύτητα που κρατάει τη φρεσκάδα τους και αφήνει όλη τη γεύση να λάμψει. Το ξύγαλο έδωσε την αλμύρα του, το ελαιόλαδο ήταν υπέροχο και η φρέσκια ντομάτα – τριμμένη, με τις σάρκες της κατακόκκινες και ζουμερές – έφερε στο πιάτο εκείνη τη γεύση που δεν χωράει πολλές συζητήσεις. Από τα γεμιστά δοκίμασα μια μελιτζάνα και τη βρήκα εξαιρετική, ενώ από τα λαδερά οι μπάμιες τους είναι ίσως οι καλύτερες που έχω φάει ποτέ στην Αθήνα. Πήραμε και δύο πιρουνιές από την ρεβιθάδα τους, που έλιωνε στο στόμα, αλλά και το λεμονάτο μοσχαράκι τους με φανταστικά καρότα και πατάτες ήταν το κάτι άλλο.

Τα σύζουμα μακαρόνια τους με αρνάκι και κατσικίσιο τυρί προσωπικά θα τα έβρισκα πιο απολαυστικά αν το δέσιμο τους με το ζουμί από το κρέας ήταν πιο σωστό, αν και ο Δημήτρης μου είπε πως κάποιες φορές στην Κρήτη αυτό το πιάτο μοιάζει περισσότερο με σούπα παρά με pasta. Αλλά και το γλυκό στο τέλος έκλεινε το μάτι στη νοσταλγία: είναι από εκείνα τα δροσερά και ανάλαφρα γλυκά ψυγείου όπως τα λένε με παντεσπάνι, κρέμα βανίλιας και ζελέ από χυμό ροδάκινο.

Οι τιμές στο Άθος είναι προσεγμένες και δίκαιες για την ποιότητα που προσφέρει. Αυτό, μαζί με τον χαρακτήρα του φαγητού και την όμορφη ατμόσφαιρα του είναι αρκετά για να γίνει σύντομα σταθερό σημείο αναφοράς για όσους αγαπούν την ελληνική κουζίνα όταν μιλάει με τόσο μεστό τρόπο τη γλώσσα της παράδοσης.

Η κριτική είναι του Τάσου Μητσελή

Πηγή : fnl-guide.com