ΒΙΚΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ: «ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΕΝ ΔΙΝΕΙ ΛΥΣΕΙΣ, ΘΕΤΕΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ» – ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΛΟΓΙΑ ΗΣΥΧΑ, ΑΛΛΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

Δεν φωνάζει, δεν διεκδικεί τον χώρο της με ένταση. Και ίσως ακριβώς γι’ αυτό τον κατακτά. Η Βίκυ Παπαδοπούλου ανήκει σε εκείνη τη γενιά ηθοποιών που δουλεύει αθόρυβα, με συνέπεια και εσωτερικό βάθος. Δεν έχει ανάγκη τις ετικέτες· την αφορά η ουσία. Με αφορμή την παράσταση «Ο Αιών μου», μιλήσαμε μαζί της για τη σχέση της με το θέατρο, τη δημιουργία, τη ζωή. Αποκαλύπτει στο Lifestyle Options τη σχέση της με την δημοσιότητα, τον προσωπικό της ορισμό για την επιτυχία και εξηγεί πως για τη σχέση με το σύζυγό της, δεν χρειάζεται εξηγήσεις  – μόνο αμοιβαία κατανόηση.

Η αρχή: Τρεις βιντεοκασέτες την ημέρα

Η ίδια δεν μπήκε στην υποκριτική με έτοιμο σχέδιο. Ήταν ντροπαλό παιδί, μα με έντονη φαντασία. Λάτρευε το σινεμά — με πάθος σχεδόν εφηβικό. Πριν από τα φώτα, λοιπόν, υπήρχαν οι κασέτες.  «Έβλεπα τρεις βιντεοκασέτες τη μέρα. Χανόμουν μέσα σε αυτές. Με ταξίδευαν. Ήταν ένας κόσμος δικός μου. Στο λύκειο άρχισα να νιώθω ότι θέλω να σχετιστώ με αυτό. Όχι απαραίτητα μπροστά από τις κάμερες. Πήγα λοιπόν στη δραματική σχολή για να δω πιο σφαιρικά την υποκριτική. Και εκεί ερωτεύτηκα το θέατρο. Παράφορα.»

Δεν αποζητά το θέατρο ως μια κοινή, απλή απόδραση, αλλά ως καθρέφτη. Όμως όχι έναν καθρέφτη που φωνάζει «κοίτα τι είσαι», αλλά εκείνον που υπαινίσσεται: «σκέψου τι μπορείς να γίνεις». Όπως λέει, “ πιστεύω πως το θέατρο δεν δίνει λύσεις, αλλά θέτει ερωτήματα. Δείχνει κομμάτια της πραγματικότητας και ενδεχομένως, καθρεφτίζεσαι σε έναν ρόλο, που σε βάζει σε σκέψεις. Γιατί πλέον είσαι εξωτερικός παρατηρητής και αντιλαμβάνεσαι αλλιώς τα πράγματα. Τη λύση όμως τη βρίσκεις μόνος σου. Θα λέγαμε πως το θέατρο είναι μια διέξοδος, ένα είδος ψυχοθεραπείας.”

Οι ρόλοι που την κερδίζουν έχουν βάθος. Δεν είναι θέμα προτίμησης μόνο — μοιάζει και λίγο φυσιογνωμικό, μας εξηγεί. «Από μικρή μου έλεγαν ότι το βλέμμα μου έχει κάτι σκοτεινό. Έχω κάνει και ελαφρύτερα πράγματα, που απόλαυσα, αλλά μου προτείνουν συχνά πιο δραματικούς ρόλους. Ίσως γιατί εκεί υπάρχει μια σιωπή, μια βαρύτητα που με αφορά. Κάτι με τραβάει σε αυτούς τους ρόλους.»

Η επιλογή, όμως, δεν είναι ποτέ τυχαία. Τίποτα δεν γίνεται πρόχειρα. «Δεν έχω διαλέξει ποτέ ρόλο επειδή απλώς ήθελα να τον παίξω. Πρώτα με νοιάζει τι έχει να πει το έργο. Τι μεταφέρει. Μετά κοιτάω τους ανθρώπους. Ποιοι είναι εκεί, με ποιους θα συνεργαστώ. Και μετά έρχεται ο ρόλος. Όλες μου οι συνεργασίες ήταν ανεκτίμητες. Ρουφάω κάθε μια, την κουβαλάω μαζί μου.»

Το ταλέντο της έχει αναδειχθεί με  πολλούς τρόπους. Θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφος. Καθένα με τη δική του μαγεία. Όμως, το σανίδι, εκμυστηρεύεται, δίνει τη δική του ελευθερία. « Έχει κάτι μοναδικό, που ενώ μπορεί κάθε μέρα να λες τα ίδια λόγια, καταλήγεις κάθε φορά να αισθάνεσαι και να το νιώθεις διαφορετικό και μοναδικό.»

Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που αγαπούν βαθιά τη δουλειά τους, αλλά γνωρίζουν τα όριά τους. «Υπάρχουν φορές που αισθάνομαι εξουθενωμένη. Κάθε φορά που με πιάνει η ανάγκη να κάνω μια παύση, έρχεται κάτι που θα μου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Κι ενώ έχω φτάσει στα όρια μου, παίρνω λίγο χρόνο και έρχεται μια πρόταση που θα με κάνει να δω τα πράγματα αλλιώς. Δύο φορές μου έχει συμβεί αυτό και με έχει σώσει, μου έχει  βγει σε καλό. »

Δημοσιότητα: Μια σχέση λεπτής ισορροπίας
Η σχέση της με τη δημοσιότητα είναι επιλεκτική. Δεν της αρέσει η υπερέκθεση. «Είμαι λίγο παλιακιά», ομολογεί γελώντας . «Δεν θέλω να κυνηγήσω την τεχνολογία, δεν με αφορά η υπερπροβολή. Κι ενώ μπορείς να παρασυρθείς εύκολα από τα μέσα, δεν θέλω να απασχολώ τον εαυτό μου με αυτά. Δείχνω το ενδιαφέρον μου ως εκεί που θέλω και με αφορά. Μοιράζομαι λίγα πράγματα, και αυτά αυθόρμητα, χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή σκοπό. Έχω θέσει τα όριά μου και χαίρομαι που τα σέβονται.»

Καθώς παρασυρόμαστε από τον ρυθμό και την ταχύτητα του σήμερα, η ισορροπία δεν είναι πάντα εύκολη. Όμως στη σχέση της με τον σύζυγό της — επίσης ηθοποιό —  Θάνο Τοκάκη, έχει βρει έναν πυρήνα απόλυτης κατανόησης. «Μου φαίνεται πιο εύκολο, που ταυτιζόμαστε επαγγελματικά. Δεν ξέρω αν κάποιος άλλος θα μπορούσε να καταλάβει ότι κοιτάζοντας τον τοίχο, δουλεύω. Από την αρχή όλα πήγαν πολύ φυσικά και απλά. Δεν χρειάστηκε να εξηγήσουμε τίποτα.»

Όσο για μια κοινή συνεργασία; « Είναι πια κάτι που μπορεί να γίνει, όταν βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Είναι κάτι που θέλουμε, αλλά με την ύπαρξη των δικών μας όρων. »

Μιλώντας για την παράσταση «Ο Αιών μου», τη χαρακτηρίζει διαφορετική και ταυτόχρονα απολύτως ενωμένη με το πνεύμα της εποχής. «Είναι σαν να πάσχει από ΔΕΠΥ αυτή η παράσταση», λέει γελώντας, «συνεχώς αλλάζει, μεταλλάσσεται. Όλοι μιλάνε, κανείς δεν ακούει. Ένα τραπέζι όπου ξεδιπλώνονται οι ανησυχίες της εποχής. Θυμίζει τους ανθρώπους του σήμερα, που κατά κάποιον τρόπο, κάπως αβίαστα και ασυνείδητα, μέσα από τη ροή των πραγμάτων, πάσχουμε από ΔΕΠΥ. Δεν προλαβαίνουμε να σταθούμε κάπου, να εστιάσουμε και να επεξεργαστούμε κάτι βαθύτερα, γιατί αμέσως έρχεται κάτι άλλο. Κι αυτό αποτυπώνεται κι επί σκηνής».

Η επιτυχία, η ευθύτητα και τα όνειρα που δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθούν

Όσο για τα όνειρα, δεν τα μετρά ως στόχους. «Μερικά πράγματα είναι όμορφα να παραμένουν όνειρα. Θα ήθελα κάποτε να σκηνοθετήσω ή να γράψω μια μικρού μήκους, αλλά δεν είναι κάτι που με καίει τώρα. Αυτό που θέλω είναι να συνεχίσω να κάνω αυτή τη δουλειά με την ίδια όρεξη, την ίδια φλόγα που νιώθω σήμερα.»

Όταν τη ρωτάς τι είναι επιτυχία, απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη: «Να είμαι ήρεμη. Να νιώθω χαρούμενη με τον εαυτό μου και με τους ανθρώπους γύρω μου. Να μην ψάχνω συνεχώς ποια είμαι. Να μην φοβάμαι να δείξω τι είμαι. Αυτό είναι για μένα η επιτυχία.»

Την ξεκούραση τη μεταφράζει ,ως μια όμορφη βόλτα με τα σκυλιά της. Ένα ωραίο δείπνο, που θα έχει μαγειρέψει με το σύζυγο της, Θάνο και θα απολαύσει με κρασάκι, φίλους και κουβέντα. Πράγματα απλά και ουσιαστικά.

Η κουβέντα με τη Βίκυ Παπαδοπούλου σε αφήνει με μια αίσθηση σπάνιας ηρεμίας — σαν να πέρασες λίγο χρόνο σε έναν χώρο όπου όλα μπαίνουν στη θέση τους, χωρίς να χρειάζεται φασαρία. Μιλάει όπως παίζει: με σιγουριά και τη γαλήνη της αυτοπεποίθησης. Αν το θέατρο είναι τρόπος να δούμε αλλιώς τον κόσμο, τότε η παρουσία της επί σκηνής μάς θυμίζει ότι το «αλλιώς» δεν χρειάζεται να είναι κραυγαλέο. Αρκεί να είναι αληθινό.