Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΦΤΙΑΞΕ ΤΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ FOUR SEASONS ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΗΣΕ ΣΤΟΝ ΜΠΙΛ ΓΚΕΙΤΣ ΓΙΑ 3,8 ΔΙΣ. ΔΟΛΑΡΙΑ

Ο Ίσαντορ Σαρπ ξεκίνησε από ένα ταπεινό μοτέλ στο Τορόντο για να φτάσει μέχρι την πιο αναγνωρίσιμη αλυσίδα πολυτελών ξενοδοχείων στον κόσμο.

Όλα ξεκίνησαν σ’ ένα εργοτάξιο. Στο Τορόντο της δεκαετίας του 1950, ο νεαρός Ίσαντορ Σαρπ, γιος ενός Πολωνοεβραίου εργολάβου οικοδομών, περνούσε τα πρωινά του πάνω σε σχέδια και τα απογεύματα ανάμεσα σε μπάζα και τσιμέντα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και εργάστηκε αρχικά στην εταιρεία του πατέρα του, τη Sharp Construction. Δεν είχε ακόμη ονειρευτεί αυτοκρατορίες φιλοξενίας, το μόνο που ήθελε ήταν να σχεδιάζει όμορφα κτίρια. Το 1960, όμως, ήλθε στη ζωή του η σπίθα της αλλαγής. Ένας πελάτης του ζήτησε να του φτιάξει ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά σε αεροδρόμιο, αλλά ζήτησε κάτι περίεργο: Ήθελε το κτίριο να αποπνέει οικειότητα και ασφάλεια, να αισθάνεται ο ταξιδιώτης άνετα, σαν στο σπίτι του. Αυτό ήταν!

Ο Σαρπ, που τότε ήταν 29 ετών, αποφάσισε να μπει σε έναν κόσμο που δεν γνώριζε. Έβαλε ενέχυρο ό,τι είχε και δεν είχε, και με δάνειο από φίλους και συγγενείς άρχισε να κατασκευάζει το πρώτο δικό του ξενοδοχείο, στη γωνία Τζάρβις και Κάρλτον στο Τορόντο. Δεν ανακάτεψε ούτε την οικογένεια, ούτε και τα οικογενειακά χρήματα. Το Four Seasons Motor Hotel άνοιξε το 1961 και είχε 125 δωμάτια, με στόχο να μην πουλάει απλώς μια διανυκτέρευση, αλλά φιλοξενία. Με την ανθρώπινη έννοια.

Μια νέα σχολή στη φιλοξενία
Ο Σαρπ πίστευε ότι η πολυτέλεια δεν είναι θέμα μεγέθους των δωματίων και μιας χρυσής βρύσης στο μπάνιο, αλλά ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η φιλοσοφία του συνοψίστηκε στη φράση «Τreat others as you would want to be treated» (να φέρεσαι στους άλλους όπως θα ήθελες να σου φέρονται) και γέννησε μια νέα σχολή στη φιλοξενία. Οι υπάλληλοι εκπαιδεύονταν μέχρι και να θυμούνται τα ονόματα των πελατών, να χαμογελούν με ειλικρίνεια και να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να κάνουν τη διαμονή αξέχαστη.

Το στοίχημα δεν θα μπορούσε να είναι πιο πετυχημένο. Το πρώτο Four Seasons έγινε το πιο δημοφιλές ξενοδοχείο στην πόλη. Το 1963 άνοιξε το δεύτερο Four Seasons, το Inn on the Park. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τον Καναδά: ένα ξενοδοχείο-θέρετρο με γήπεδο τένις, εσωτερική πισίνα και αίθουσες συνεδρίων. Η επιτυχία του ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Σαρπ άρχισε να επεκτείνει την ιδέα του πέρα από τα καναδικά σύνορα.

Λίγα χρόνια αργότερα, ήλθε και η διεθνοποίηση. Το Four Seasons London στο Παρκ Λέιν, το πρώτο εκτός Αμερικής, άνοιξε το 1970 και αποτέλεσε σταθμό. Ήταν το ξενοδοχείο που όρισε τη νέα ταυτότητα της εταιρείας: Διακριτικότητα, εξυπηρέτηση υψηλού επιπέδου και ένα περιβάλλον όπου ο επισκέπτης ένιωθε σαν να τον περίμεναν προσωπικά Από εκεί ξεκίνησε το διεθνές κύμα που θα μεταμόρφωνε τον Σαρπ σε παγκόσμιο σύμβολο αυτού που οι ειδικοί αποκαλούν «luxury hospitality».

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Four Seasons είχε ήδη παρουσία σε τρεις ηπείρους, με ξενοδοχεία σε πόλεις-κλειδιά όπως το Παρίσι, το Μόναχο, το Χιούστον και το Σιάτλ. Ο Σαρπ δεν βιαζόταν να επεκταθεί μαζικά. Προτιμούσε λίγα, άψογα ξενοδοχεία παρά δεκάδες μέτρια. Κάθε νέα τοποθεσία επιλεγόταν προσεκτικά, με βάση την τοπική αγορά και το αν μπορούσε να υποστηρίξει το επίπεδο υπηρεσιών που ήθελε.

Η εποχή της παγίωσης
Τη δεκαετία του 1990 τα Four Seasons Hotels and Resorts λειτουργούσαν πια ως διαχειριστής, και όχι ιδιοκτήτης, πολυτελών μονάδων. Η εταιρεία παρείχε τη «σφραγίδα» της εξυπηρέτησης, ενώ τα ακίνητα ανήκαν σε επενδυτές. Στην ουσία ο Σαρπ πούλησε την μανιέρα της φιλοξενίας που ο ίδιος έβαλε στο τραπέζι. Και εν τέλει αυτό το μοντέλο τον βοήθησε να διατηρήσει τον κολοσσό χωρίς να βυθιστεί στα χρέη. Το 2000, η Four Seasons είχε φτάσει τα 50 ξενοδοχεία σε 24 χώρες, με συνολική δυναμικότητα άνω των 15.000 κλινών.

Ο τζίρος ξεπερνούσε το 1 δισ. δολάρια, και οι εργαζόμενοι αριθμούσαν πάνω από 20.000. Οι πιο απαιτητικοί ταξιδιώτες του πλανήτη -από αρχηγούς κρατών μέχρι σταρ του Χόλυγουντ- έμεναν πιστοί πελάτες. Ο ίδιος ο Σαρπ, ωστόσο, παρέμενε σεμνός και ταπεινός, με το γραφείο του ακόμη στο Τορόντο και με την ίδια συνήθεια να υποδέχεται τους νέους υπαλλήλους και να τους μιλάει για τις αξίες της εταιρείας.

Το 2006, ύστερα από 45 χρόνια στο τιμόνι, ο Ίσαντορ Σαρπ πήρε μια ακόμη μεγάλη απόφαση. Η αγορά είχε αλλάξει. Τα funds εισέρχονταν δυναμικά στη βιομηχανία της φιλοξενίας. Για να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της εταιρείας του, πούλησε το 95% της Four Seasons σε μια κοινοπραξία που περιελάμβανε το επενδυτικό fund του Μπιλ Γκέιτς (Cascade Investment) και τον πρίγκιπα Αλουαλίντ μπιν Ταλάλ της Σαουδικής Αραβίας. Η αξία της συναλλαγής υπολογίστηκε σε περίπου 3,8 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ ο ίδιος κράτησε το υπόλοιπο 5% και συνέχισε ως πρόεδρος.

Για τον Σαρπ, η πώληση δεν ήταν έξοδος· ήταν συνέχεια. «Η Four Seasons δεν είναι κτίρια, αλλά άνθρωποι και αξίες», είχε πει τότε και είχε δίκιο. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η αλυσίδα είχε φτάσει τα 80 ξενοδοχεία και resorts σε πάνω από 35 χώρες, από τη Χονολουλού ως τη Σανγκάη και από τη Φλωρεντία ως το Μπαλί. Ο Σαρπ δεν πίστεψε ποτέ στα μαθήματα management, ούτε στις επιθετικές στρατηγικές. Όπλα του ήταν το χαμόγελο και η απλή λογική ότι η ευγένεια είναι μεταδοτική. Κάθε ξενοδοχείο Four Seasons σχεδιαζόταν έτσι ώστε να «αγκαλιάζει» τον τόπο του: κανένα δεν ήταν ίδιο με το άλλο, αλλά όλα είχαν το ίδιο πνεύμα.

Σήμερα, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την πώληση του 2006, η κληρονομιά του Ίσαντορ Σαρπ παραμένει ακέραιη. Η Four Seasons αριθμεί πλέον πάνω από 120 ξενοδοχεία και resorts σε 47 χώρες, με περισσότερες από 60.000 κλίνες, ενώ οι επεκτάσεις σε branded residences και ιδιωτικά yachts επιβεβαιώνουν ότι η ιδέα της «ανθρώπινης πολυτέλειας» συνεχίζει να εξελίσσεται. Ο ίδιος ο Σαρπ είναι πια 94 ετών, αποτραβηγμένος πλέον από τα φώτα, και ζει ακόμη στο Τορόντο. Όπως έχει πει, δεν μετανιώνει για καμία από τις αποφάσεις του. Ούτε για το πρώτο ρίσκο το 1960, ούτε για την πώληση του 2006. Τώρα πια το motto του έχει αλλάξει: «Όταν προσφέρεις με σεβασμό, το κέρδος ακολουθεί». Και το απέδειξε.

Πηγή : newmoney.gr