«JURASSIC WORLD: ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΕΠΕΣΕ», ΚΡΙΤΙΚΗ

Ελαφρώς σκοτεινότερη και πιο ενήλικη συνέχεια μιας σινε-μυθολογίας που επαναλαμβάνει την περιπετειώδη συνταγή του πρώτου διδάξαντα Στίβεν Σπίλμπεργκ, τηρώντας με ευλάβεια τους κανόνες του καθαρόαιμου χολιγουντιανού υπερθεάματος.

Όσο τα ταμεία γεμίζουν, τα βάσανα των δεινοσαύρων δεν έχουν τελειωμό. Τώρα το ηφαίστειο του νησιού πάνω στο οποίο βρίσκεται το εγκαταλελειμμένο πλέον πάρκο του Jurassic World είναι έτοιμο να εκραγεί και οι προϊστορικοί κάτοικοί του κινδυνεύουν με αφανισμό. Έτσι, όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να μην επέμβει, η Κλερ δέχεται την πρόσκληση ενός πάμπλουτου επιχειρηματία, πρώην συνεταίρου του Τζον Χάμοντ, εμπνευστή του όλου project, ο οποίος αποφασίζει να δράσει ιδιωτικά. Εκείνη πρέπει να πείσει τον εξαφανισμένο Όουεν να βοηθήσει στον εντοπισμό της Μπλου, του πιο ευφυούς βελοσιράπτορα, και μαζί με έναν ιδιωτικό στρατό να αποβιβαστούν στο νησί για να περισώσουν ό,τι μπορούν.

Έπειτα από μια εντυπωσιακότατη αρχική σκηνή, κατά την οποία καταλαβαίνουμε από τη μία τους κινδύνους που παραμονεύουν όσους ανθρώπους πατήσουν το πόδι τους στο μισο­ερειπωμένο Jurassic World και από την άλλη πως κάτι ύποπτο τρέχει με το DNA και την κλωνοποίηση των δεινοσαύρων, το σίκουελ του χρυσοφόρου reboot ενός από τα εμπορικότερα σύγχρονα cine-franchise ποντάρει σε μια έξυπνη αντιστροφή: τα τέρατα δεν είναι πια εχθροί μας, αλλά (επικίνδυνοι) φίλοι μας. Η προσπάθεια διάσωσής τους αποτυπώνεται με σασπένς, εικόνες φαντασμαγορικής καταστροφής και το απαραίτητο plot twist, το οποίο θα μεταφέρει τη δράση στη στεριά, και συγκεκριμένα στη γιγάντια και απομονωμένη έπαυλη του επιχειρηματία Λόκγουντ, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα πως οι πιο επικίνδυνοι φίλοι μας είναι τελικά οι άνθρωποι.

Οι σεναριογράφοι και της προηγούμενης ταινίας Ντέρεκ Κόνολι – Κόλιν Τρέβοροου (ο οποίος την είχε σκηνοθετήσει κιόλας) επαναλαμβάνουν όλα τα επιτυχημένα μοτίβα της περιπετειώδους, αφηγηματικά υποδειγματικής συνταγής του πρώτου διδάξαντα Στίβεν Σπίλμπεργκ, εμπλουτίζοντας την ιστορία τους με ελαφρώς σκοτεινότερους και πιο ενήλικους τόνους. Ο έμπειρος στα θρίλερ Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα («Το Ορφανοτροφείο», «7 Λεπτά Μετά τα Μεσάνυχτα») ενορχηστρώνει δεξιοτεχνικά την αγωνία και τα αναπόφευκτα τρομο-ξεσπάσματα, τα εφέ μοιάζουν… βγαλμένα απ’ τη ζωή και η κινηματογραφική δεινοσαυρική μυθολογία επεκτείνεται προσεκτικά, τηρώντας με ευλάβεια τους κανόνες του καθαρόαιμου χολιγουντιανού υπερθεάματος.

Πηγή: athinorama.gr