«Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΡΥΠΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ», ΚΡΙΤΙΚΗ

Η εικόνα ενός κύκλου επανέρχεται διαρκώς στις ταινίες των αδερφών Κοέν, ταυτιζόμενη με την έννοια του κενού και κατ’ επέκταση της άδειας από κάθε νόημα πράξης ή επιθυμίας των χαρακτήρων τους, οι οποίοι τις περισσότερες φορές φορτώνουν ένα στρογγυλό αντικείμενο (ένα χούλα χουπ, ένα νόμισμα ή ένα CD, μια μπάλα του μπόουλινγκ…) με αδικαιολόγητη σημασία, στήνοντας γύρω του ένα γαϊτανάκι παρεξηγήσεων που θα τους καταστρέψει.

Αυτό το μοτίβο δανείζεται και ο Γιάννης Οικονομίδης στην «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», όπου μέσα στην τρύπα του τίτλου πέφτουν όλα τα ασυγκράτητα πάθη, τα οργανωμένα σχέδια και τα μεγαλόσχημα όνειρα της ελληνικής επαρχίας. Λίγο έξω από τη Λαμία, λοιπόν, όλα αυτά στριμώχνονται γύρω από την Όλγα και τον Μάνο. Σύζυγος του εργοστασιάρχη αλουμινίου Ηρακλή Σκυλογιάννη αυτή, πρώην λαϊκός τραγουδιστής και νυν ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου εκείνος, είναι ένα παράνομο ζευγάρι του οποίου η σχέση δεν αργεί να γίνει βούκινο στο μικρόκοσμό τους. Η Όλγα όμως είναι αποφασισμένη για το επόμενο βήμα κι έτσι εγκαταλείπει τον άντρα της, παίρνοντας μαζί της κι ένα εκατομμύριο ευρώ. Ο Μάνος, χωρίς να ξέρει για τα λεφτά, την κρύβει σε ένα απομονωμένο εξοχικό, αλλά ο Σκυλογιάννης έχει αποφασίσει να πάρει αιματηρή εκδίκηση.

Έρημα καλοκαιρινά τοπία, επαρχιακή ραστώνη και μια χούφτα ιδρωμένα (και χαμένα) κορμιά που προσπαθούν να κουμαντάρουν κάθε λογής νταλκάδες με φόντο το «Krokodilos Live Stage». Ο Οικονομίδης τους ζωντανεύει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, συνδυάζοντας στο ίδιο πλάνο, ακόμη και στην ίδια ατάκα, το συγκινητικό με το γελοίο και το ξεκαρδιστικό με το τραγικό. Έτσι τα πιο σκληρά αρσενικά τσακώνονται για τα ταπεράκια με τις μανάδες τους κι επαγγελματίες δολοφόνοι συγκινούνται όταν ακούν Χούλιο Ιγκλέσιας, μπλεγμένοι από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο σε ένα κουβάρι ανεξέλεγκτων παρορμήσεων και αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Ο καθένας τους νομίζει πως βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από το «θύμα» του, ενώ στην πραγματικότητα στέκεται δύο μέτρα πίσω από εκείνον που του στήνει παγίδα.

Η προσπάθεια της Όλγας και του Μάνου να ξεφύγουν από όλα αυτά είναι βγαλμένη από παλιάς κοπής νουάρ (βασισμένο σε βιβλίο του Τζιμ Τόμσον), φιλτραρισμένο από το βιτριολικό, offbeat χιούμορ των Κοέν. Καθαρό σινεμά με δυναμική αφήγηση, περίτεχνη πλοκή και στιβαρά πλάνα (οι σιωπές και τα βλέμματα λένε τη δική τους ιστορία), το οποίο πατά και με τα δύο πόδια στην ελληνική πραγματικότητα. Εκεί όπου από τα συναισθήματα και τις ιδέες μέχρι την καθημερινή συμπεριφορά και τη χρήση της γλώσσας (σε κανέναν άλλον Έλληνα σκηνοθέτη αυτή δεν παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο), όλα συμμετέχουν σε ένα ατελείωτα κωμικοτραγικό πανηγύρι φτηνής ματαιοδοξίας.

Πηγή: athinorama.gr