Η ΜΙΜΗ ΝΤΕΝΙΣΗ ΣΤΟ MARIE CLAIRE: «ΠΙΣΤΕΥΩ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»

Δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει τoν τρόπο που η Μιμή Ντενίση επανεφευρίσκει τη mainstream συνταγή της, μετά από 40 χρόνια (τα έκλεισε φέτος) στο θέατρο. Μιλάει π.χ. με πάθος για το νέο ιστορικό της πρότζεκτ (θυμίζω ότι έχει τελειώσει το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής), το οποίο ερεύνησε και έστησε μέσα στην καραντίνα, όταν οι πιο πολλοί έψηναν μπανανόψωμο: το σενάριο για ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ (η ίδια κρατά τον ρόλο της αφηγήτριας), βασισμένο στις άκρως αποκαλυπτικές, για τα «απαχθέντα» μάρμαρα, επιστολές της Λαίδης Ελγιν προς τον σύζυγό της.

Μιλάμε τρεις ολόκληρες ώρες στο διαμέρισμα της Μαυροματαίων. Η ντίβα με το προκλητικά νεανικό σώμα και βλέμμα πίνει τσάι σε πορσελάνινο φλιτζάνι και συζητάει κυριολεκτικά για τα πάντα. Ενας χείμαρρος με τέλειο αυτοέλεγχο.

Πείτε μου μια μικρή ιστορία, ενδεικτική του χαρακτήρα σας.

«Διαλέγω κάτι από την εφηβική ηλικία, γιατί από εκεί φαίνεται πώς είναι κανείς. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, ανάμεσα στις πρώτες του Κολλεγίου. Ταυτοχρόνως ήμουν πάρα πολύ άτακτη. Στο σχολείο φοράγαμε γκρι φούστα ώς το γόνατο. Εμένα δεν μου άρεσε η φούστα και την έκανα μίνι, μέχρι πάνω. Με φωνάζει, λοιπόν, η διευθύντρια και μου λέει: “Εσύ που είσαι τόσο καλή μαθήτρια, επιτρέπεται;”. “Μα”, της λέω, “στο γόνατο δεν είναι της μόδας»”. “Στο σχολείο δεν ερχόμαστε για μόδα”, μου ανταπαντά. Τότε κι εγώ πάω στη μοδίστρα, χώρια από τη μαμά μου, και κάνω μια φούστα μάξι, η οποία δεν ενοχλούσε τα ήθη του σχολείου, αλλά ήταν μοδάτη. Πρέπει να είναι τρελό ένα παιδί για να το κάνει αυτό!».

Η Μαριτίνα θυμίζει καθόλου τη μαμά της τότε;

«Μπα, τώρα πια, στα 21 της, τη βλέπω να έχει μεγαλύτερη αυστηρότητα από τη μαμά της».

Υιοθετήσατε πριν από 21 χρόνια μια τολμηρή απόφαση για την εποχή. Θεωρείτε σήμερα ότι η ελληνική κοινωνία έχει ανοίξει αρκετά στις νέες μορφές οικογένειας;

«Έχουν γίνει βήματα. Είναι η υιοθεσία, οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι γάμοι μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου… Άνοιξαν ασφαλώς πάρα πολλά θέματα που υπήρχαν σαν επιθυμία ή σαν κάτι ιδεατό που ίσως γινόταν κάπου. Όμως η ελληνική κοινωνία είναι αρκετά υποκριτική. Παριστάνει ότι είναι πιο ανοιχτή από ό,τι είναι».

Στη θεωρία δηλαδή μόνο…

«Για παράδειγμα, έχω πολλές φίλες που δεν έχουν σύντροφο ή έχει πάει έτσι στραβά η ζωή τους και τους λέω: “Γιατί δεν υιοθετείς ένα παιδάκι από τα τόσα που είναι αφημένα;”. “Μα τώρα εγώ δεν έχω σύντροφο, μα δεν είμαι παντρεμένη, μα τι θα πουν”. Και μου κάνει φοβερή εντύπωση γιατί δεν πρόκειται για γυναίκες αμόρφωτες. Όταν τις ακούς σε μια ακαδημαϊκή συζήτηση είναι πολύ υπέρμαχοι αυτής της νέας κοινωνίας. Όταν όμως έρχεται η κουβέντα στον εαυτό τους, δεν είναι».

Κάποιες μητέρες υιοθετημένων παιδιών θυμώνουν γιατί αντιμετωπίζονται συχνά ως ηρωίδες. Εσείς πώς το βιώσατε; 

«Επειδή ήμουν μια γυναίκα που δεν είχε κανένα πρόβλημα να τεκνοποιήσει, απλώς ήταν πολύ ανάποδα, ως γνωστόν, τα γεγονότα στη ζωή μου… Ο άνθρωπος που αγαπούσα, ο Αντώνης (σ.σ. Τρίτσης) “έφυγε”. Μετά δεν ήταν για μένα το “άντε να κάνω ένα παιδί με όποιον να ‘ναι” και δεν υπήρξαν τόσο ουσιαστικές σχέσεις. Έτσι, έγινε τελείως τυχαία στη ζωή μου και είπα “αυτό είναι καρμικό”. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι είναι κάτι διαφορετικό ή ηρωικό».

Το περιβάλλον σας πώς δέχτηκε αυτή την επιλογή σας;

«Είχα την τύχη η μητέρα μου να είναι πολύ πιο μπροστά από την εποχή της. Ακόμη και από μένα. Η πρώτη της κουβέντα όταν με είδε αγκαλιά με τη Μαριτίνα ήταν: “Αδελφάκι δεν είχε;”. Πιστεύω ότι αν ο ίδιος δεν το δεις σαν κάτι ηρωικό και αν δεν έχεις και τον εγωισμό του DNA… Γιατί για μένα είναι πολύ κουτό να τρέχουν με χιλιάδες εξωσωματικές και να βλάπτουν την υγεία τους. Δεν θεωρώ ότι είμαστε και τόσο σπουδαίοι που θα πρέπει να είναι το δικό μας DNA».

Μεγαλώσατε με αυτήν την προοδευτικότητα;

«Ήμουν, θυμάμαι, 17-18 χρόνων και έρχονταν σπίτι μου -γιατί από τότε είχα σχέσεις με καλλιτέχνες- άνθρωποι που φαίνονταν ή έλεγαν ότι είναι γκέι. Και η μητέρα μου έλεγε: “Δεν θα μπαίνεις ποτέ στη νοοτροπία τι κάνει στο κρεβάτι του, από ποια χώρα είναι, τι χρώμα έχει…”. Και επειδή μάς μεγάλωσε έτσι, εμένα και την αδελφή μου τη Σοφία (σ.σ.: καθηγήτρια Ιστορίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στην ΑΣΚΤ), έτσι φυσικά μεγάλωσα και την κόρη μου. Αν το σπίτι σε έχει δυναμώσει με τις αντιλήψεις του, μπορείς να αντιμετωπίσεις την κοινωνία. Αν το σπίτι είναι στο περίπου, τότε δεν μπορείς».

Πού αποδίδετε το ανοιχτό μυαλό της μητέρας σας;

«Νομίζω ότι όλα έχουν να κάνουν με την παιδεία και μόνο. Είμαι κάθετη σε αυτό. Εγώ πιστεύω μόνο στην αριστοκρατία του πνεύματος, σε καμία άλλη. Και αυτό που λέμε “αστική τάξη” στην Ελλάδα δεν είναι τα χρήματα. Εγώ είμαι από μια οικογένεια που ήταν αληθινά αστική, για να μην πω μεγαλοαστική. Γιατί είχε πάει κι η γιαγιά μου στο πανεπιστήμιο. Λοιπόν, όταν είναι από γενιές η παιδεία και οι τρόποι, η αγωγή, κάπου βγαίνει όλο αυτό. Κάποια άλλη σιγουριά αποκτάς, που δεν μπορεί να σου τη δώσουν τα χρήματα. Εμείς αυτό που ακούγαμε συνέχεια ήταν: “Τελειώνει και η ομορφιά, τελειώνει το ένα και το άλλο, αλλά δεν τελειώνει η γνώση και η περιέργεια για τη ζωή”».

Φέτος κλείσατε 40 χρόνια στο θέατρο. Aλήθεια, το επιχειρείν σε καθιστά πιο κυνικό;

«Δεν με ευχαριστεί το επιχειρείν. Γι’ αυτό και άφησα το “Ιλίσσια”. Είδα ότι με βάραινε πάρα πολύ και στην καλλιτεχνική δημιουργία. Εμένα η φύση μου είναι καθαρά καλλιτεχνική. Και το ότι είμαι καλή επιχειρηματίας, και αυτό ένας μύθος είναι. Γιατί καλός επιχειρηματίας στο θέατρο δεν υπάρχει. Το θέατρο είναι στον αέρα. Δεν είναι ότι έχεις ένα μαγαζί και αν είναι πολύ καλό το προϊόν σου θα πετύχει. Στο θέατρο μπορεί να είναι πολύ καλό και να μην πετύχει. Δεν μπορείς να το ξέρεις. Θα σας πω αυτό που είναι καλό σ’ εμένα, αυτό δηλαδή που με καθιστά καλό επιχειρηματία ή με κάνει να θέτω το σωστό σε έναν επιχειρηματία: έχω πολύ μεγάλη επαφή με το κοινό, καταλαβαίνω πού βρίσκεται. Καταλαβαίνω π.χ. ότι ένα θέμα ελληνικό -έκανα τη “Σμύρνη” πολύ πριν το Προσφυγικό- το θέλει αυτή η εποχή που είμαστε πολύ κάτω».

Ως διαβόητη… καλοπληρώτρια, έχετε νιώσει να αδικείστε από τους πλείστους κακοπληρωτές του λεγόμενου ποιοτικού θεάτρου;

«Δεν αισθάνομαι καμία αδικία γιατί το αναγνωρίζει όλος ο χώρος. Όλοι οι ηθοποιοί -και το λέω με έπαρση- λένε τα καλύτερα για μένα σε σχέση με αυτό. Δεν υπάρχει ηθοποιός που να πει “πήγα σε δουλειά της Ντενίση και δεν πληρώθηκα καλά”. Και όχι μόνο στις δικές μου δουλειές, αλλά και σε όσες είναι άλλος επιχειρηματίας. Ξέρουν ότι το επιβάλλω. Έχω πει π.χ. “δεν θα έρθω να παίξω την Τετάρτη αν δεν εξοφληθούν οι τεχνικοί”. Ένα πράγμα αισθάνομαι εγώ ότι είναι άδικο. Η γελοία ταμπέλα του εμπορικού-ποιοτικού. Αυτό συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Εμπορικό εδώ λένε και το πετυχημένο. Ομως, άλλο το εμπορικό, άλλο το πετυχημένο. Υπάρχουν θίασοι που κάνουν μια καθαρά εμπορική δουλειά, για παράδειγμα μια μεγάλη επιθεώρηση ή μια μεγάλη κωμωδία, όχι με τις καλύτερες συνθήκες ή την καλύτερη αισθητική, που είναι σαφώς μόνο για “να πάρουμε χρήματα”.

»Τώρα, μια παράσταση σαν τη “Σμύρνη” κανονικά έπρεπε να την κάνει το Εθνικό Θέατρο. Μια παράσταση με τοπ συντελεστές, πώς πάει στην κατηγορία του εμπορικού; Είναι μια ποιοτική παράσταση, μια παράσταση mainstream. Οχι πειραματική, αλλά πετυχημένη».

Ποιες παθογένειες του ελληνικού θεάτρου ανέδειξε ο κορωνοϊός;

«Ανέδειξε και απέδειξε ότι τα μισά θέατρα δεν πρέπει να υπάρχουν. Είναι σκληρό αυτό που λέω, αλλά είναι αληθινό. Η Αθήνα, μια πόλη 5 εκατομμυρίων ανθρώπων, έχει περισσότερα θέατρα από ό,τι το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη. Δεν μπορεί να έχει 300 σκηνές που παίζουν άλλος Δευτέρα – Τρίτη, άλλος Τετάρτη – Πέμπτη κ.ο.κ. Αφήστε που έτσι δεν μπορούν να επιβιώσουν ούτε οι ηθοποιοί. Και αρχίζει η εκμετάλλευση. Εν ονόματι μιας ψευτοκουλτούρας. Τι θα πει “είναι ένα μικρό θέατρο και δεν έχω”; Μην το ανοίξεις αυτό το θέατρο άμα δεν έχεις. Επίσης, αν ανοίξω ένα θέατρο στην είσοδο της πολυκατοικίας μου, βάλω δυο καρέκλες και κάνω κάτι παράξενο ή πάρω δύο ξαδέλφια μου και πάω σε ένα υπόγειο, θεωρείται αμέσως ότι είναι ποιοτικό. Κι όμως, αυτό μπορεί να είναι κακόγουστο και κακοπαιγμένο, δεν το συζητώ για κακοπληρωμένο».

Αυτή η παγκόσμια δοκιμασία που βιώνουμε τι θα μας αφήσει; 

«Εγώ αισθάνομαι ότι ήδη έχουμε τραύμα. Χθες π.χ. που σκηνοθετούσα το “Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη” και καθόμουν μόνη μου με μάσκα σε ένα τεράστιο, σκοτεινό θέατρο με τριάντα ανθρώπους πίσω από μαύρες μάσκες απέναντί μου πάνω στη σκηνή, μου φάνηκε εφιαλτικό – ειδικά στο θέατρο που είναι ένας χώρος ελευθερίας. Είπα: “Τι ζούμε, πόλεμο;”. Στην αρχή όλοι ξεκουραστήκαμε, φτιάξαμε τα σπίτια μας, είδαμε τα παιδιά μας πιο πολύ, είδαμε τον εαυτό μας πιο πολύ… Αλλά μετά, κάπου αισθάνεσαι ότι βγήκες από τη ζωή. Εγώ, ας πούμε, που είμαι μαθημένη να δουλεύω συνέχεια, όταν πρωτοπήγα στα γυρίσματα της ταινίας, μου φαινόταν ότι κάνω κάτι πολύ βαρύ».

Έχουμε μπει δηλαδή σε ένα καθεστώς αδράνειας;

«Ναι. Ακόμα και το έξω, το βραδινό, το ξεσυνηθίσαμε, νομίζω, όλοι. Όταν έχω να πάω κάπου το βράδυ, μου φαίνεται τώρα ότι είναι ένα καθήκον, ότι είναι πιο δύσκολο. Σαν η νυχτερινή διασκέδαση να ενέχει μεγαλύτερη έκθεση στο ρίσκο. Πιο εύκολα θα πάω τη μέρα να περπατήσω, να φάω κάπου. Και το λέω εγώ που ήμουν πολύ και του ξενυχτιού. Και λόγω θεάτρου και λόγω χαρακτήρα».

Η πανδημία υπέσκαψε και την εμπιστοσύνη μας…

«Σκεφτείτε ότι γυρίσαμε την ταινία με 500 κομπάρσους την ημέρα! Δεν φοβόμουν βέβαια, γιατί ήμασταν όλοι εμβολιασμένοι και κάναμε τεστ κάθε δύο μέρες. Μόνο στις σκηνές της καταστροφής, που ήταν πραγματικά πάρα πολύς κόσμος κι εγώ έπεφτα κάτω, αγκάλιαζα κ.τ.λ., είχα ζητήσει να είναι γύρω μου ηθοποιοί που γνώριζα. Είχα μια ανασφάλεια να είναι άγνωστοι. Ναι, είναι ένα θέμα η εμπιστοσύνη. Και είναι πολύ άσχημο το ότι αποφεύγω άτομα που ξέρω πως βγαίνουν πολύ. Μερικές φορές μάλιστα λέω ότι “αυτόν δεν θα τον συναντήσω γιατί βλέπω στο Instagram ότι πάει από δω κι από κει”».

Πολλοί μιλούν και για το κόστος στην ψυχική υγεία.

«Αντί μέσα από αυτό να βγούμε πιο ενωμένοι, πολύς κόσμος εκδηλώνει φθόνο, ζήλια, κακία, επιθετικότητα. Πάλι είναι θέμα παιδείας. Όποιος δεν μπορεί να μείνει μόνος του, με τα δικά του πράγματα, να διαβάσει, να γράψει, να σκεφτεί, δεν μπορεί να αντέξει τέτοιου είδους καταστάσεις. Το διαπίστωσα όλο αυτό τον καιρό. Εγώ που έχω μάθει με τόσο κόσμο κάθε βράδυ, αν δεν είχα τα δικά μου -στην καραντίνα έκανα την έρευνα για τις επιστολές της Λαίδης Έλγιν-, δεν θα τα έβγαζα πέρα».

Μιλάτε για έναν εσωτερικό κόσμο;

«Εκεί ήταν που πολλοί άνθρωποι διαπίστωσαν ότι είχαν το απόλυτο κενό. Γιατί αν η ζωή σου γεμίζει από ένα “βγήκα, πήγα στο μπαρ, πήγα στο κομμωτήριο”, άμα έρθει μια τέτοια εποχή που είναι αντίστοιχη με έναν πόλεμο, δεν έχεις τίποτα. Μάλιστα πολλές σχέσεις που διαλύθηκαν αυτή την περίοδο δεν πιστεύω ότι ήταν και τόσο ουσιαστικές».

Ποια είναι η γνώμη σας για τις γυναικοκτονίες;

«Όλα αυτά δείχνουν αυτό που σας είπα και νωρίτερα: μια κοινωνία που παριστάνει ότι είναι πιο μπροστά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Υπήρξαν και στα παλιά χρόνια περιπτώσεις με ξυλοδαρμούς γυναικών εντός της οικογενειακής εστίας, τις οποίες έβριζαν ή κακοποιούσαν, αλλά όλα αυτά γίνονταν πιο κρυφά. Απλά τώρα άρχισαν να βγαίνουν στο φως και έτσι είδαμε σε πόσο μεγάλο βαθμό συνέβαινε κάτι το οποίο υποψιαζόμασταν. Πείτε μου, οι γυναικοκτονίες, οι επιθέσεις με βιτριόλι, όλα αυτά δεν είναι σαν να συμβαίνουν σε άλλη εποχή; Είναι δυνατόν να βγαίνει κάποιος σήμερα και να ρίχνει βιτριόλι σε συνάνθρωπό του για λόγους ερωτικούς ή για οτιδήποτε άλλο; Μου θυμίζουν αυτά που διαβάζω σε κάποια κείμενα του 18ου και του 19ου αιώνα… Τότε αυτό συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό. Το να σκοτώνει κάποιος τη γυναίκα του και να την κρύβει κάτω από το χώμα για να μην το μάθουν οι άλλοι, παρά μετά από 20 χρόνια, σε τι διαφέρει από όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα; Ποιο το προχώρημα, ποια η εξέλιξη;».

Μήπως ο φόβος ξύπνησε αρχέγονα ένστικτα;

«Ο φόβος ότι μπορεί αύριο να μη ζεις θα έπρεπε να σε οδηγεί στο “ας είμαι καλύτερος σήμερα, ας δώσω περισσότερη αγάπη”. Πιστεύω ότι η χώρα μας έχει μια πολύ επιδερμική παιδεία. Οι περισσότεροι δεν έχουν δουλέψει με τον εαυτό τους. Εχουν ένα ψεύτικο προχώρημα, κυρίως από πράγματα υλικά, μια μεταμφίεση. Μια γυναίκα, ας πούμε, που παραμένει προσκολλημένη στο τι θα της πει ο παπάς, περνάει για σύγχρονη επειδή έχει βάλει εξτένσιον και σινιέ φόρεμα; Διακρίνω μια τεράστια διάσταση».

Τι εννοείτε;

«Βλέπω ότι υπάρχει ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που έχει βελτιωθεί πολύ: ψάχνει το καλό, έχει αισθητική, έχει παιδεία ή όρεξη για παιδεία και είναι πολύ πιο μπροστά από ό,τι παλαιότερα. Και υπάρχει κι ένα άλλο κομμάτι που είναι πιο πίσω. Και που επιθυμεί να πάει, όχι στο 2019, αλλά στο 1980! Που θέλει τα αυτοκίνητα, τα μπουζούκια, καταλαβαίνετε τι εννοώ…».

Τη ζωή των 80s;

«Ναι, τη χλιδάτη. Που έχει δημιουργήσει μια διάσταση μέσα στην κοινωνία, που δεν υπήρχε σε τόσο μεγάλο βαθμό. Και αυτή προκαλεί ζήλιες, κακίες και προσπάθειες για μια επίπλαστη βελτίωση. Υπάρχει βέβαια και μια πολύ ψεύτικη εικόνα της κοινωνίας που παρουσιάζεται μέσα από την τηλεόραση, το Instagram κ.ο.κ.. Δηλαδή μέσα σε όλο αυτό το χάος, όπου έχουμε τον κορωνοϊό, τα βιτριόλια, τις γυναικοκτονίες, την αφραγκία και τόσα άλλα, υπάρχουν δέκα ριάλιτι με υποτίθεται glamorous -εντελώς κιτς- σκηνικά και τουαλέτες που παρουσιάζουν πρότυπα τραγικά, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Και, δυστυχώς, οι τελευταίοι που καταλαβαίνουν πού βρίσκεται η κοινωνία σήμερα είναι αυτοί που έχουν στα χέρια τους τηλεοράσεις και πολλοί που έχουν υπουργεία. Δεν καταλαβαίνουν καν πού βρίσκεται ο κόσμος στην πραγματικότητα. Αυτός είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ένας ηθοποιός, “διάσημος” ή δημοφιλής, όταν απομονώνεται».

Εσείς το έχετε αποφύγει;

«Αυτό είναι το δικό μου ατού. Ότι ποτέ δεν ζούσα σε “φούσκα”, ποτέ δεν ζούσα με “αυλή”, πάντα ήμουν με κανονικούς ανθρώπους. Έχω ζήσει βέβαια με πολιτικούς -τα έχω δει από μέσα-, αλλά έχω πλήρη αίσθηση του πού βρίσκεται ο κόσμος. Αυτό είναι που μου φέρνει την επιτυχία. Είμαστε μαζί. Ξέρω δηλαδή ότι αυτοί εδώ οι άνθρωποι έχουν αισθητική και επίπεδο και αυτοί εκεί θέλουν να τα αποκτήσουν. Και αυτό, νομίζω, τους δίνω εγώ. Πάω στον πολύ κόσμο κάτι καλύτερο. Αυτό είναι μια επιλογή».

Χωρίς δηλαδή να τους υποτιμάτε. 

«Για μένα αυτό είναι το μεγάλο θέατρο. Μου είχαν πει: “Μα, δεν σε ενοχλεί το ότι έρχεται το πούλμαν από τη Δράμα;”. Όχι, με τιμά. Το ότι έρχεται κάποιος από τη Δράμα για να δει τη “Σμύρνη” και κάθεται δίπλα σε έναν νεαρό με σκουλαρίκι στη μύτη, μια κυρία από την Εκάλη και μια γιαγιά από το χωριό, αυτό είναι η επιτυχία μου. Γιατί αυτό έβαλα ως στόχο. Αλλιώς, και δεν το λέω υπεροπτικά, με τις γνώσεις και τη ψυχοσύνθεσή μου, θα ήμουν σε ένα θέατρο 100 θέσεων. Θα έπαιζα πάρα πολύ ωραία τον Στόπαρντ, με τον οποίο ξεκίνησα, τον Χέιαρ ή τον Χάμπτον. Είναι επιλογή μου να πάω στον πολύ κόσμο, όχι κιτσάτα. Υπεροψία είναι το να πεις “εγώ είμαι καλύτερη, θα πάω στο μικρό θέατρο να το κάνω για 100”».

Επειδή φλερτάρετε έντονα με την πολιτική, σκεφτόμουν αν υπάρχει κάτι και σε εσάς από εκείνο το ρηξικέλευθο και το τολμηρό πολιτικά που είχε ο Αντώνης Τρίτσης.

«Τολμηρή είμαι κι εγώ. Όμως, κακά τα ψέματα, με στιγμάτισε ο Αντώνης. Ήταν όχι μόνο ο άνδρας της ζωής μου, αλλά και μια προσωπικότητα που έτσι όπως ήμουν και πολύ νέα, με επηρέασε για πάντα. Όπως νωρίτερα ο Γιάννης (σ.σ.: Φέρτης) στο θέατρο, αλλά και στο θεατρικό ήθος. Ο Αντώνης, όμως, είχε αυτή την τόλμη, την οποία είχα κι εγώ εκ χαρακτήρος, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό. Ήμουν πιο δειλή. Έπαιζα στο “Βρετάνια” και έλεγα: “Ωραία, είμαι σε ένα κεντρικό θέατρο των 600 θέσεων, κάνω ωραία έργα, Φεϊντό κ.λπ.” κι εκείνος μου έλεγε: “Δεν είναι τίποτα αυτό για σένα. Φύγε! Κάνε κάτι πιο σημαντικό”. Ήταν πολύ του ρίσκου ο Αντώνης. Και γι΄ αυτό έσπαγε τα μούτρα του πολλές φορές ενώ ήταν πανέξυπνος. Εγώ τον συγκρατούσα. Εκείνος μου έλεγε: “Πήγαινε, άσε τους φόβους!”».

Ωραία στάση ζωής από έναν σύντροφο… 

«Ναι, με πήγαινε πολύ μπροστά. Δεν είχε καθόλου ο Αντώνης αυτό το “ας κάτσουμε εδώ τώρα που είμαστε ζευγαράκι και δεν χρειάζεται και να πετύχει παραπάνω η Μιμή”».

Τελικά με την πολιτική θα ασχοληθείτε, γιατί πολύ φλερτάρετε;

«Δεν φλερτάρω. Και στη δημαρχία θα μπορούσα να είχα πάει με τη δουλειά που έκανα για το Πεδίον του Άρεως. Μια περιοχή που πήρε τα πάνω της 100%».

Αλλά δεν το τολμήσατε…

«Δεν είναι θέμα τόλμης. Είναι τι θεωρείς πιο ουσιαστικό. Θεωρώ πιο σημαντική πολιτική πράξη το ότι κατάφερα να γυρίσω τη “Σμύρνη”, που μπορεί να μείνει όταν δεν θα υπάρχουμε εμείς, να βγει και διεθνώς, να τη δουν κι άλλοι. Το θεωρώ πιο σημαντική πολιτική πράξη από το να ήμουν βουλευτής. Και όταν κλείσει το κεφάλαιο της “Σμύρνης”, θα πιάσω το κεφάλαιο του Έλγιν, ή κάτι άλλο. Ενα είδος πολιτικής κάνω μέσα από το θέατρο…».

Μετά τις τόσες φιλόδοξες παραγωγές, έχετε αλήθεια σκεφτεί ότι θα έρθει η ώρα και για μια μεγάλης κλίμακας αποχώρηση; 

«Δεν ξέρω αν θα έρθει αυτή η ώρα. Πρέπει να βαρεθώ να παίζω στο θέατρο. Ή να βαρεθεί να με βλέπει το κοινό. Αλλά δεν το έχω νιώσει αυτό. Ισα, ίσα, με το που λέω ότι θα ανοίξω το θέατρο, ο κόσμος έρχεται».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΛΙΝΑ ΣΥΓΓΑΡΕΩΣ. ΜΑΚΙΓΙΑΖ: ΡΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ (D-TALES). ΧΤΕΝΙΣΜΑ: ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ (D-TALES). ΒΟΗΘΟΣ ΣΤΥΛΙΣΤΑ: JAY ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Marie Claire Δεκεμβρίου 2021.

Πηγή: marieclaire.gr