«Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ», ΚΡΙΤΙΚΗ

Το σίκουελ του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν επιστρέφει κατευθείαν στο εμβληματικό αριστούργημα του Τζον Κάρπεντερ, κατορθώνει να επιβιώσει των συγκρίσεων και να μας χαρίσει μια σειρά από γνήσιες ανατριχίλες.

Πιο πολύ και από τον ωμό τρόμο που σκόρπισε η σιωπηλή φιγούρα του άτρωτου παρανοϊκού δολοφόνου με το κουζινομάχαιρο, η «Νύχτα με τις Μάσκες» (1978) του Τζον Κάρπεντερ ανησύχησε βαθιά το παγκόσμιο κινηματογραφικό κοινό για έναν επιπλέον λόγο. Διότι το έφερε αντιμέτωπο με το «απρόσωπο» απόλυτο κακό, γέννημα των ειδυλλιακών αμερικανικών προαστίων και της σύγχρονης, πολιτισμένης τελετουργίας εξορκισμού σκοτεινών μύθων, ιδεών κι επιθυμιών (Halloween). Από την επιφάνεια –το σάουντρακ, τους γραφικούς φόνους, τη φονική μάσκα– μέχρι το σκληρό κουκούτσι της, αυτή η «Νύχτα…» άλλαξε καθοριστικά το σινεμά του τρόμου, γνώρισε όμως μια σειρά από αδέξια reboots και σίκουελ, τα οποία το έριξαν στην ανυποληψία ως franchise.

Ξεσκουριάζοντας την πρωτότυπη ιστορία των Τζον Κάρπεντερ και Ντέμπρα Χιλ, ο ικανός για όλα (από το ανεξάρτητο «Όλα τα Αληθινά Κορίτσια» και τη μαστουρο­-κωμωδία «Pineapple Express» στον τρυφερό «Γελαστό Πρίγκιπα») Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν επιστρέφει κατευθείαν στην ταινία του 1978 και συνεχίζει από εκεί, πληροφορώντας μας πως ο Μάικλ Μάγερς είναι ζωντανός κι επί 40 χρόνια έγκλειστος σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Αλλά ανήμερα του Halloween δραπετεύει κι επιστρέφει φουριόζος στο Χάντονφιλντ. Όλον αυτόν τον καιρό όμως η Λόρι Στρόουντ δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να προετοιμάζεται για την τελική αναμέτρησή τους.

Εκμεταλλευόμενος τα κλισέ, τη μουσική και την εικονογραφία της πρώτης «Νύχτας…», ο Γκριν κατορθώνει να επιβιώσει των συγκρίσεων και να μας χαρίσει μια σειρά από γνήσιες ανατριχίλες. Οι σκηνοθετικές ιδέες του είναι περισσότερες από τις σεναριακές ευκολίες (ο υπερβολικά εμμονικός γιατρός), η προβληματική του πάνω στη σχέση θύτη – θύματος πολυδιάστατη και η εμβάθυνση στον χαρακτήρα της Λόρι προσεγμένη στη λεπτομέρεια. Όπως και η τελική φεμινιστική πινελιά…

Πηγή: athinorama.gr