IN MEMORIAM ΖΑΧΟΥ ΧΑΤΖΗΦΩΤΙΟΥ: «ΤΑ ΕΝ ΟΙΚΩ..ΕΝ ΔΗΜΩ»

Υπήρξε μια sui generis προσωπικότητα που έζησε και χάρηκε τη ζωή του στο έπακρο. Οι γάμοι, οι σχέσεις, η πολιτική, το απαράμιλλο στυλ του. Όλα όσα συνέθεταν τη φυσιογνωμία του Ζάχου Χατζηφωτίου που πέθανε στις 30/9, σε ηλικία 99 ετών.

Διάβασα «Τα Εν Οίκω…εν Δήμω…» την αυτοβιογραφία, του πρόσφατα εκλιπόντος Ζάχου Χατζηφωτίου, όταν ήμουν 16-17 ετών, μόλις είχε κυκλοφορήσει, το ’79-’80. Είναι από τα βιβλία τα οποία διάβασα μονορούφι, χωρίς να κοιμηθώ το βράδυ, αδυνατώντας να κάνω διάλειμμα. Από τα βιβλία που σε παρασύρει ο ειρμός της γραφής, η γλαφυρή γλώσσα, η ειλικρίνεια, οι εικόνες, το χιούμορ.

Σαράντα χρόνια μετά, η αυτοβιογραφία αυτή, παρέμεινε αποτυπωμένη στη μνήμη μου. Όταν επανεκδόθηκε στο μιλένιουμ και μου ζήτησε ο νέος εκδότης του, Χρήστος Ζαμπούνης, να το διαβάσω εκ νέου —μα τι να διαβάσω, σκέφτηκα, αφού το ξέρω απ’έξω: Ο Ζάχος στο πατρικό του στην Κηφισιά, στο Κολλέγιο Αθηνών, στον Βρετανικό στρατό στην Αίγυπτο στον Β’ΠΠ, παντρεμένος σε αυτοσχέδια τελετή με μία Ουγγαρέζα (η Ρουμάνα) χορεύτρια σε κάποιο καμπαρέ της εποχής, άλλος γάμος μετά με την κόρη Γάλλου στρατηγού με «de» στο επίθετο, στη Νέα Υόρκη…

Ο Ζάχος να περιμένει έξω από την μπουτίκ του Dior στο Παρίσι μία πωλήτρια που είχε ερωτευτεί, με την κόρη του Μανίτα από τον τρίτο (ή τέταρτο;) γάμο του με την Δανάη Κύρου στο Λονδίνο και εκείνος αντιπρόσωπος της εγκυκλοπαίδειας Brittanica, Νιάρχοι και ένα καράβι (η δύο), Τζένη-Τζένη και ο γάμος του με την Τζένη Καρέζη λίγες ημέρες μετά τον γάμο της Σοφίας με τον Χουάν-Κάρλος της Ισπανίας, Μύκονος και Ψαρρού, συγκάτοικος με τον Σταύρο Ξαρχάκο σε περίοδο bachelor, πάρτι, εστιατόρια, νάιτ κλάμπς, αυτοκίνητα και αγώνες, ο Ομιλος Αντισφαιρίσεως Αθηνών, σπoρ και τένις, ο Ίακχος και το κοσμικό γίγνεσθαι της Αθήνας στον «Ταχυδρόμο» (το περιοδικό) της Μεταπολίτευσης… Ολες οι εικόνες του «Εν Οίκω» ανεξίτηλα αποτυπωμένες.

Γιατί όμως έγινε όλο αυτό; Γιατί αυτό το βιβλίο, αυτός ο συγγραφέας, αυτή η ζωή; Αργότερα θα συνειδητοποιούσα ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν τίποτα και γι αυτό είναι δυστυχισμένοι, άλλοι που έχουν τα πάντα και φοβούνται όμως για αυτά «τα πάντα» και είναι και αυτοί δυστυχισμένοι, και άλλοι πάλι που κάτι πέτυχαν να φτιάξουν αλλά είναι δυστυχισμένοι γιατί κάποιος γνωστός τους πέτυχε κάτι περισσότερο. Και είναι και κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι είναι ευτυχισμένοι, γιατί απλά ζουν την κάθε στιγμή και την κάθε εμπειρία, την χαίρονται. Ανθρωποι ελεύθεροι. Free spirits.

Με την Τζένη Καρέζη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Αυτή η αίσθηση της ελευθερίας ήταν που με συνεπήρε στον Ζάχο. Οπου ένας έφηβος de bonne famille, με γκουβερνάντα και πατρική λιμουζίνα με σωφέρ δεν σκιάχτηκε ούτε λεπτό να τον αποβάλλουν από όλα τα καλά σχολεία της εποχής (Κολλέγιο, Μακρή, Δημόσιο Κηφισιάς τότε, το’30), ακόμη και από το οικοτροφείο της Αναργυρείου-Κοργιαλλενείου αλλά εκτός από εξαίρετα, λόγια ελληνικά, όπως διαπιστώσαμε στα δεκαπέντε βιβλία του και στήλες στην Καθημερινή, στα Νέα και στον Ταχυδρόμο, ανάμεσα σε άλλα, έμαθε και ακόμα τέσσερεις γλώσσες.

Και όλα, κάπως έτσι: Πέντε γάμοι και πέντε διαζύγια σε πολύ σύντομο διάστημα (μόλις αισθανόταν άβολα στη σχέση υποθέτω), η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης την οποία όπως τουλάχιστο περιγράφει δεν έζησε με δράμα, αλλά με στυλ, εφοπλιστής αλλά περισσότερο του σαλονιού παρά του λιμανιού και προφανώς χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες επί του αντικειμένου. Μετρημένος, συνεπής, συστηματικός, απέδειξε ότι η καλή ζωή μπορεί να είναι και ιδιαίτερα δημιουργική για κάποιον που δεν είναι εργάτης, αλλά εργατικός.

Προφανώς η ειλικρίνεια είναι sine qua non προϋπόθεση για να νιώσει κάποιος ελεύθερος. Ο Ζάχος τόσο στην αυτοβιογραφία του, όσο και από κοντά όταν τον γνώρισα αργότερα, ήταν ειλικρινής μέχρι αυτοσαρκασμού. Έχει γράψει σε ένα άλλο memoir, φίλος του από την εποχή του Στρατού στην Αίγυπτο, ότι του είχε εξηγήσει ότι κατατάχθηκε στο στρατό στα 17 και ήθελε να φύγει από την Αθήνα της Κατοχής, καθώς κατ’ομολογία του, ήταν νυκτόβιος, του άρεσαν η νυχτερινή διασκέδαση και κατά συνέπεια τι να έκανε στην Αθήνα της Κατοχής;

Ο Ζάχος διασκέδαζε με ό,τι έβλεπε και ό,τι συνέβαινε γύρω του. Θύμωνε με πολλά και δεν δίσταζε να εκφέρει την άποψή του, όπως έκπληκτο διαπίστωσε το τηλεοπτικό κοινό της legendary εκπομπής του, «Το Πεντάλεπτο του Ζάχου», στην ΥΕΝΕΔ της Μεταπολίτευσης. Αυτό το nouveau ελληνικό society, που βρήκε όταν επέστρεψε στη δεκαετία του ’70, το νέο χρήμα της Χούντας, του Καραμανλή και του ΠαΣοΚ (ούτε κουβέντα…την στήλη στα ‘80ς ανέλαβε η κόρη του) και  που είχε αντικαταστήσει τον δικό του κόσμο, τα «us et coutumes» τους με τις «Μερσεντέ» και τα Rolex που τα είχε άχτι, ήταν συχνά η πηγή σαρκαστικών σχολίων του.

Οι διαπιστώσεις του, η οξύτητα των παρατηρήσεων και η πηγαία αμεσότητα της έκφρασης του, κέρδισε μάλιστα τον μέσο Αθηναίο και από το 1982 εκλέγετο Αντιδήμαρχος, στο Δήμο Αθηναίων, χωρίς ποτέ όμως να εκφράσει ποτέ κάποιο ενδιαφέρον να εκλεγεί Δήμαρχος ο ίδιος.

Τον θυμάμαι στο γραφείο του στην πλατεία Κοτζιά. Νομίζω επί Αβραμόπουλου, στον οποίο φέρεται ότι ζήτησε να εκφωνήσει τον επικήδειο του, όταν θα ερχόταν η ώρα και τον οποίο είχε ήδη συγγράψει ο ίδιος.  «Το πρόβλημα με την νέα γενιά είναι ότι δεν ξέρουν να ντύνονται» μου είπε με το που μπήκα, στερεώνοντας με το χέρι του τα εμβληματικά, oversized, κοκάλινα γυαλιά του (τύπου Rodenstock) και δεν ήξερα αν το έλεγε κολακευτικά για το δικό μου ντύσιμο η σαν να μου λέει, πώς μού’ρθες έτσι ντυμένος;

Με οικογενειακή επιχείρηση στα υφάσματα, προφανώς μεγάλωσε με τις καλύτερες επιλογές και συνήθισε να φτιάχνει τα κουστούμια του στον ράφτη. Ήταν πάντα ντυμένος σωστά για την περίσταση, με Βritish navy blazers, ιταλικά κοστούμια και white collar πουκάμισα, τα trademarks του. Μέχρι το τέλος– τελευταία φορά τον συνάντησα την Ανοιξη του ’17 στο Marine Club—ήταν ντυμένος στην εντέλεια. Λάτρης των απολαύσεων, ήταν όμως εμφανώς εγκρατής και πάντα λεπτός—συνέβαλλε και σε αυτό το τένις.

Με τον Γιώργο Ζαμπέτα.

Μετά από πολλά χρόνια, αφού είχα διαβάσει και το «Πωλείται Συνείδηση» (Ελληνα μικροαστού) και το «Συννεφιάζει και στη Μύκονο» και βέβαια επί χρόνια τη στήλη του «Ιακχος», βρεθήκαμε  αρχές καλοκαιριού, συνδαιτυμόνες σε ένα τραπέζι στο Γκολφ της Γλυφάδας. Ήταν τότε ακόμη αν δεν κάνω λάθος με την πέμπτη κατά σειρά σύζυγό του, την πρώην μαννεκέν και σχεδιάστρια, Κατερίνα Παπαδημητρίου.

Εκατέρωθεν του, δύο society belles της εποχής, αμφότερες θέμα στα κανάλια για διαζύγια μεγατόνων με celebrity πρώην. Not my cup of tea, αλλά ο  Ζάχος το διασκέδασε και  με παρέσυρε και εμένα. Ετσι όταν με είδε να γουρλώνω τα μάτια μου, όταν ανέβασε σκάλα ένας μπάσος τραγουδιστής «όνομα» μεγάλης πίστας, σχολίασε bemused, πώς άρχισαν οι κορώνες. Όταν δε ενεφανίσθη μπαλέτο, πάλι μεγάλης πίστας, απεφάνθη αποφθεγματικά, «έφτασαν και τα Μπολσόι.»

Κάπως έτσι, ο «δικός μου» Ζάχος Χατζηφωτίου, ένας άνθρωπος ο οποίος πραγματικά αγάπησε και χάρηκε τη ζωή. Υποθέτω η Μανίτα και τα τρία εγγόνια του, τα δισέγγονά του, καθώς και όλοι οι φίλοι και συγγενείς του που μπορεί ακόμη να είναι εν ζωή, να ήθελαν η τελετή τις επόμενες ημέρες, να είναι σαν εκείνο το περίφημο πάρτι του στην Ομπέρζ του Βερνίκου στο Τατόι, όπου είχε διαδώσει ότι είχε πεθάνει και είχε νομίζω φέρει και ένα φέρετρο. Έμεινε φυσικά αξέχαστο το πάρτι σε όλους, όπως θα μείνει και ο ίδιος. Εξάλλου εκτός από τον επικήδειό του τον οποίο φέρεται ότι έχει ήδη συγγράψει, είχε πει, ότι έχει ήδη κατασκευάσει το μνήμα του, εδώ και είκοσι χρόνια.

*Η κεντρική φωτογραφία είναι από τον φακό του μοναδικού Χάρη Χριστόπουλου.

Πηγή: Andro.gr