Ο GUILLERMO DEL TORO ΣΤΟ ΝΕΟ ΝΟΥΑΡ «ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΨΥΧΩΝ»

Το 2018, ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο αποσπούσε το Όσκαρ σκηνοθεσίας για την τρυφερά συγκινητική “Μορφή του Νερού” και περνούσε στην ιστορία, συνεχίζοντας μάλιστα ένα πρωτοφανές ρεκόρ. Στο δεύτερο μισό των ’10s, έγινε ο τρίτος κατά σειρά Μεξικανός σκηνοθέτης που βραβεύεται από την Ακαδημία, μετά τους Αλφόνσο Κουαρόν και Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, όμως, η συγκεκριμένη απονομή αποτέλεσε και δικαίωση ενός δημιουργού ο οποίος υπήρξε διαχρονικά πιστός στο σινεμά του φανταστικού. Ένα είδος που δεν αντιλαμβάνεται τον κινηματογράφο ως άλλη μία αφηγηματική φόρμα, αλλά ως ένα μέρος γεμάτο μαγεία όπου ευδοκιμεί το απίθανο. Ποίηση και αίμα, απόκοσμα όντα και πολιτικές σημάνσεις, ανέφικτες αγάπες και τραγικοί ήρωες διατρέχουν τη γεμάτη ρομαντισμό φιλμογραφία του Ντελ Τόρο, ο οποίος κρατά μια πένα που, δίχως να γράφει πάντα σπουδαία, μπορεί να συγκινεί με την πρωτοτυπία των ιδεών της.

Τα ομορφότερα προτερήματα όσο και οι σκηνοθετικές αδυναμίες του Ντελ Τόρο δίνουν τον τόνο και στο μεγαλεπήβολο “Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών”, στο οποίο ο Μπράντλεϊ Κούπερ ενσαρκώνει έναν από τους πιο περίπλοκους ρόλους του. Αυτόν του Σταν, ενός άντρα με βίαιο παρελθόν, ο οποίος βρίσκει δουλειά στο μπουλούκι ενός περιπλανώμενου τσίρκου. Εκεί μαθαίνει πώς να ξεγελά το κοινό, χρησιμοποιώντας δήθεν πνευματιστικές ικανότητες, όπως θα έκανε ένα μέντιουμ. Με τη συνδρομή της βοηθού και συντρόφου του Μόλι (Ρούνι Μάρα), πολύ γρήγορα το σόου του γίνεται δημοφιλές και αποφέρει κέρδη, ώσπου στο διάβα τους θα βρεθεί μια εκθαμβωτική ψυχολόγος (Κέιτ Μπλάνσετ), η οποία “μυρίζεται” γρήγορα τα τρικ του Σταν, αλλά, αντί να τον εκθέσει, του κάνει μια πρόταση συνεργασίας η οποία θα έχει αίσιο τέλος μόνο για έναν από τους δύο.

Αμερικάνικο γκόθικ

nightmare_alley2

To “Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών” βασίζεται στο μυθιστόρημα “Nightmare Alley” (1946), το μόνο επιτυχημένο και ένα από τα ελάχιστα που πρόλαβε να γράψει ο Γουίλιαμ Λίντσεϊ Γκρέσαμ προτού αυτοκτονήσει το 1962 σε ηλικία 53 ετών. Από τις σελίδες του ξεπηδά μια Αμερική κρυμμένη στις απομονωμένες επαρχίες με ξεκάθαρο επίκεντρο την εργατική τάξη και τις απόπειρές της να διαφύγει της μοίρας της. Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 η έννοια του αμερικανικού ονείρου έμοιαζε περισσότερο με απίθανο ενδεχόμενο παρά με χειροπιαστή πραγματικότητα. Έτσι, ήρωες όπως ο Σταν χρειάζονταν γερές δόσεις πονηριάς και τύχης για να τα καταφέρουν. Το ενδιαφέρον του Γκρέσαμ, βέβαια, προσανατολιζόταν λιγότερο στην ταξική ανέλιξη και περισσότερο στη σκοτεινιά του πρωταγωνιστή του. Ο σκληροτράχηλος Σταν φέρει τα χαρακτηριστικά των hardboiled αντρών που συναντάμε στην crime λογοτεχνία της περιόδου. Δηλαδή εκείνων των επιβλητικά αρρενωπών και εξαιρετικών στα λόγια αρσενικών, των οποίων η αυτοκαταστροφή μοιάζει αναπόφευκτη.

Η νουάρ αισθητική που διέπει το γράψιμο του Γκρέσαμ συμπληρώνεται από την αγωνιώδη, ενίοτε ανατριχιαστική και συνάμα μεταφυσική διάσταση όσων διαδραματίζονται στο “Nightmare Alley”, δίνοντας στο μυθιστόρημα διαστάσεις “αμερικανικού γκόθικ”. Κυρίαρχος λόγος το γεγονός πως η πλοκή ξεκινά με φόντο τον κόσμο του υπαίθριου καρναβαλιού, κατ’ εξοχήν μέρους της αμερικανικής λαϊκής κουλτούρας. Ήταν το μέρος όπου τα θεάματα, οι ατραξιόν, έμοιαζαν βγαλμένα από ιστορίες τρόμου: η γυναίκα-αλεξικέραυνο, ο πιο δυνατός άντρας του κόσμου, η μάντισσα και το ζοφερό “geek”, δηλαδή ο άνθρωπος-τέρας που στοιχειώνει το υποσυνείδητο του Σταν. Ένα ον που έχει απωλέσει κάθε έννοια αξιοπρέπειας, παραδομένο στις αδυναμίες και τους εθισμούς του, δίχως θέληση για ζωή αλλά ούτε και το θάρρος να θέσει ένα τέλος.

Ένα ποτηράκι ακόμα

nightmare_alley3

Όσο διακριτικά χρειάζεται, η έννοια του εθισμού διατρέχει το “Μονοπάτι…”, με το χαρακτήρα του Κούπερ να περιτριγυρίζεται από τις οδυνηρές συνέπειες του αλκοόλ. Είτε αυτές αφορούν τα δύσμοιρα geeks είτε αγαπημένα πρόσωπα του μπουλουκιού. Ως άλλος Ίκαρος, ο Σταν, παρότι δεν ακουμπά στα χείλη του οινόπνευμα, μεθά από την αυτοπεποίθηση που συνοδεύει την άνοδο της καριέρας του και έτσι αρχίζει να μην αρνείται ένα ποτηράκι πού και πού. Τότε αποκαλύπτονται και οι αφανείς προθέσεις του αφηγήματος του Γκρέσαμ, το οποίο παίρνει τη μορφή βλοσυρής προειδοποίησης. Η αξία της επιτυχίας και η ελευθερία που τη συνοδεύει χάνονται όταν το όριο ξεπερνιέται και διαπράττεται ύβρις. Το θεόπικρο φινάλε της ταινίας, το οποίο έρχεται με όρους αρχαίας τραγωδίας, το επιβεβαιώνει εμφατικά. Ο ίδιος ο συγγραφέας, βέβαια, γνωρίζει καλά για τι πράγμα μιλάει. Χρόνια αλκοολικός, κακός σύζυγος και ακόμα χειρότερος διαχειριστής των χρημάτων που κέρδισε, ο Γκρέσαμ βρέθηκε αστραπιαία από την κορυφή πίσω στα χαμηλά, μην μπορώντας να διαχειριστεί το σουξέ του. Κι αν δεν κατέληξε ένα geek του καρναβαλιού, το γεγονός πως αυτοκτόνησε μοιάζει με ισότιμη κατακλείδα…

Ρίξε τα χαρτιά

nightmare_alley4

Η επαγγελματική καριέρα του Σταν ξεκινά όταν το βλέμμα του πέφτει σε μια τράπουλα ταρό. Δεν τον ενδιέφερε, φυσικά, να προβλέψει το μέλλον, αλλά να βρει τους τρόπους να το ελέγξει μέσω των καρτών. Σε μια άλλη περίοδο, η κινηματογραφική αναφορά στη χαρτομαντεία θα περνούσε μάλλον απαρατήρητη, ωστόσο τώρα αντανακλά την ηχηρή επιστροφή της στη δημόσια σφαίρα. Πριν από την πανδημία, αλλά ιδιαίτερα κατά τη διάρκειά της, η δημοφιλία των ταρό είχε εκτιναχθεί κυρίως μέσα από τα προφίλ νεαρών millennials και zoomers στα social media, οι οποίοι έχουν οικειοποιηθεί εκ νέου τις πνευματιστικές παραδόσεις και όλα όσα τις συνοδεύουν (επικλήσεις, αστρολογία κ.ο.κ.), εμβαθύνοντας μάλιστα ουσιαστικά σε αυτά. Μια απλή εξήγηση γι’ αυτό το φαινόμενο είναι η διαρκής απογοήτευση των εν λόγω γενεών από την πορεία του κόσμου. Οι διαδοχικές κρίσεις (πολιτικές, οικολογικές, οικονομικές) δεν αφήνουν περιθώρια ασφάλειας για το μέλλον τους, έτσι η όποια ανάγνωσή του συντηρεί μια ψευδαίσθηση σχεδίου και τάξης, μια παρήγορη αίσθηση πως στοιχειωδώς “όλα θα πάνε καλά”. Έπειτα, η εξοικείωση με τελετουργίες αρχέγονες και ξένες προς τις συνήθειες του δυτικού πολιτισμού επιτρέπει μια ριζικά διαφορετική ανάγνωση του κόσμου και προσφέρει γόνιμο έδαφος για μια εκ νέου νοηματοδότησή του.

Ο αγχωμένος Γκιγιέρμο

Εάν τα παραπάνω ανήκουν στην τρίτη-τέταρτη ανάγνωση του “Μονοπατιού…”, εκείνο για το οποίο δεν χωρά αμφιβολία είναι πως ο Ντελ Τόρο νιώθει το βάρος της “μετά-το-Όσκαρ” ταινίας. Ενώ η “Μορφή του Νερού” υιοθετούσε επίσης ύφος νεονουάρ, εδώ τα αντίστοιχα στοιχεία δεν έρχονται στα μέτρα του σκηνοθέτη, αλλά μοιάζουν δανεικά. Για παράδειγμα ο… homme fatal Κούπερ πρωταγωνιστεί σε επιτηδευμένα φλερτ, κουβαλά ένα απροσδιόριστα ασήκωτο άλγος, την ώρα που οι σπινθηροβόλες συμπρωταγωνίστριές του παραμένουν σχηματικά γραμμένες, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών να προσδώσουν ερμηνευτικό βάθος. Ο Ντελ Τόρο σώζεται από την ειλικρίνεια και τη μαεστρία του, όμως αυτά δεν είναι πάντα αρκετά…

Ένα cult νουάρ κομψοτέχνημα

nighmare_alley_1947

Μόλις ένα χρόνο αφότου εκδόθηκε, το βιβλίο του Γκρέσαμ απέκτησε την πρώτη και αδίκως ξεχασμένη σήμερα κινηματογραφική μεταφορά του. Το 1947, ο Έντμουντ Γκούλντινγκ προσέλαβε τον Τάιρον Πάουερ στο ρόλο που σήμερα κρατά ο Μπράντλεϊ Κούπερ και παρέδωσε ένα σφιχτοδεμένο νουάρ, το οποίο διακρίνεται για το πυκνότερο γράψιμό του συγκριτικά με το φιλμ του Ντελ Τόρο. Ενώ ο τελευταίος επενδύει στην περαιτέρω ανάπτυξη των χαρακτήρων, αλλά και στη γραφική βία, ο Αμερικανός σκηνοθέτης επιλέγει να ψυχογραφήσει το χαρακτήρα του Σταν. Η τραγικότητά του αναβαθμίζεται, ο ίδιος δεν φέρεται τόσο ως ακαταμάχητος γόης και το χαρακτηριστικό φινάλε της ιστορίας κόβει σαν ξυράφι. Παρ’ όλα αυτά, το “Nightmare Alley” έλαβε αμφίθυμες κριτικές και πάτωσε στο box office. Η ταινία του Γκούλντινγκ ωστόσο παραμένει ένα κομψό νουάρ το οποίο αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία.

Πηγή: athinorama.gr