Ο ΓΛΑΡΟΣ

Το κατεξοχήν έργο του Τσέχοφ που μιλάει για την ίδια τη θεατρική τέχνη και την τέχνη ως αναγκαιότητα ανεβαίνει σε μια παράσταση που μοιάζει με κατάθεση υπέρ ενός υπαρξιακού κατεπείγοντος.

Όταν η καλλιτεχνική ανάγκη μετουσιώνεται σε ζήτημα υπαρξιακής φύσης, η στροφή στον Τσέχοφ και πολύ περισσότερο στον “Γλάρο” είναι επιλογή υψηλής προτεραιότητας, αν όχι μονόδρομος. Ο Δημήτρης Καραντζάς, που συμπληρώνει μια τσεχοφική τριλογία μετά τις “Τρεις αδελφές” (2020) και τον περσινό “Θείο Βάνια”, βρήκε στο συγγραφέα τον ιδανικό εκφραστή μιας ενδοσκοπικής τάσης, στροφής προς τα ανθρώπινα καθώς και μιας –όχι μόνο καλλιτεχνικής– ανησυχίας. Κι αν στις δύο προηγούμενες παραστάσεις του αντιστάθηκε στη χαραμάδα φωτός, που χαρακτηρίζει με έναν μαγικό τρόπο τα τσεχοφικά δράματα, κι εμφύσησε στα κείμενα μια αίσθηση νομοτέλειας κι αδιεξόδου, στην παρούσα περίπτωση ο ίδιος ο “Γλάρος” δικαιολόγησε αυτή την κατεύθυνση. Διότι εδώ οι ήττες των ηρώων δεν είναι απλώς συντριπτικές, αλλά κορυφώνονται με μια αυτοκτονία.

Στο έργο του Ρώσου δραματουργού που μιλάει για την ίδια τη θεατρική τέχνη, τα βασικά πρόσωπα αντλούνται από αυτό το οπλοστάσιο: η σπουδαία, αν και αποσυρμένη πια, πρωταγωνίστρια, ο φιλόδοξος συγγραφέας γιος της που ονειρεύεται το “γκρέμισμα” της παλιάς τέχνης και την ανάδειξη μιας νέας, η αγαπημένη του, μια κοπέλα που ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός, ένας ήδη καταξιωμένος ποιητής. Η μικρή επαρχία όπου τους βρίσκουμε μπορεί να μην τους χωράει, όμως η τελευταία πράξη θα τους βρει και πάλι εκεί, συντετριμμένους, με την αυτοκτονία του Τρέπλιεφ να δίνει το τελειωτικό φινάλε. Αυτή η σύγκλιση ζωής και τέχνης έγινε στην παράσταση του Καραντζά μια κατάθεση υπαρξιακού κατεπείγοντος. Παίζοντας με τους κώδικες του θεάτρου μέσα στο θέατρο, ο σκηνοθέτης “ξηλώνει” τη σκηνή, την ανοίγει σε όλο της το βάθος και απλώνει τη δράση στα παρασκήνια και στην πλατεία. Ο Τρέπλιεφ του συναρπαστικού Αινεία Τσαμάτη πυροδοτείται από μια εσωτερική φλόγα και η σκηνή της παράστασης του έργου του είναι από τις κορυφαίες, καθώς μάλιστα καταλήγει σε έναν παροξυσμικό, λυτρωτικό χορό (ωραία η κινησιολογική δουλειά του Τάσου Καραχάλιου).

Αυτό το θέατρο-εργοτάξιο θα τσαλαπατηθεί μαζί με τα όνειρα που φιλοξενεί και, στην τελευταία πράξη, θα μεταμορφωθεί σε ένα άψογο “παλιό θέατρο” του 19ου αιώνα, σηματοδοτώντας τις ερωτικές και καλλιτεχνικές ματαιώσεις των προσώπων, με κυριότερη αυτήν του Τρέπλιεφ (υπέροχο το σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, που μιξάρουν την αισθητική “εποχής” με τη σύγχρονη, και οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη). Οι ηθοποιοί συνενώνονται σε μια κοινή “συνωμοσία”, καθώς οι χαρακτήρες φωτίζονται ως ισότιμοι πρωταγωνιστές: η ματαιόδοξη, συναισθηματικά εξαρτημένη Αρκάντινα (αν και ιδιαίτερα εξωστρεφής η Θεοδώρα Τζήμου), η εύθραυστη αποφασιστικότητα της Νίνα (Δήμητρα Βλαγκοπούλου), η εσωτερική φλόγα και ο συμβιβασμός της Μάσα (υπέροχη η Νατάσα Εξηνταβελώνη), η αυτοαμφισβήτηση του “επιτυχημένου” Τριγκόριν (Μανώλης Μαυροματάκης), έως αυτούς που ερμηνεύουν τους “μικρότερους” ρόλους: Φιντέλ Ταλαμπούκας (Ντορν), Μαρία Φιλίνη (Πωλίνα), Δρόσος Σκώτης (Σόριν). Η διαστολή του χρόνου και η πλήξη της εξοχής πρωταγωνιστούν επίσης στην παράσταση, αν και λίγο σφίξιμο στους ρυθμούς της θα την απογείωνε.

Πηγή : athinorama.gr