Η ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ ΜΑΣ ΛΕΕΙ ΠΩΣ ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΒΙΩΝΕΙ ΑΠΩΛΕΙΑ

Απώλειες εργασιακές, απώλειες σημαντικών προσώπων και σχέσεων, απώλειες περιουσίας, απώλειες που πολλές φορές αλλάζουν όλο το μέχρι τώρα πλαίσιο της ζωής μας και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ταυτότητά μας μέχρι τώρα. Θυμάμαι το παράδειγμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που υπήρξε παντρεμένη από πολύ νεαρή ηλικία με το σύζυγό της, ο οποίος, όταν πέθανε κι εκείνη έπρεπε πλέον να μάθει να υπογράφει με το πατρικό της ονοματεπώνυμο (γιατί στο μεταξύ είχε αλλάξει η νομοθεσία), βίωνε εκτός από τον πόνο του θανάτου συντρόφου της και το ματαιωτικό συναίσθημα της απώλειας της ταυτότητάς της.

Έχοντας ζήσει πολλές δεκαετίες ως η σύζυγος του άντρα της, έχανε πλέον ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ταυτότητάς της.  Κάποιοι χάνουν τη δουλειά τους και δεν μπορούν να βιώσουν τον εαυτό τους ως ολοκληρωμένο άτομο αν δεν  έχουν  και μια επαγγελματική ιδιότητα για να αυτοπροσδιορίζονται. Σε μια απώλεια περιουσίας (όπως πολύ πρόσφατα ζήσαμε με τις πυρκαγιές του καλοκαιριού και τις πλημμύρες της προηγούμενης εβδομάδας), οι άνθρωποι νιώθουν πως χάνεται ο κόσμος τους, που τους έδινε ταυτότητα και ασφάλεια. Μετά από το τέλος μιας σχέσης, το να βρίσκεται κανείς αποσυνδεδεμένος από τον/τη σύντροφό του, είναι σαν να του αφαιρεί ένα κομμάτι του εαυτού του. Όλες οι απώλειες, δημιουργούν συναισθήματα συντριβής, πόνου, ματαίωσης, θλίψης και μεγάλης απελπισίας πολλές φορές. Και δεν είναι λίγες οι φορές που καλούμαστε από τη θέση μας ως γονέων, φίλων ή συντρόφων, να συμπαρασταθούμε και να υποστηρίξουμε ανθρώπους που ζουν απώλεια. Κι εκεί έρχεται στο προσκήνιο η δική μας στάση απέναντι στον πόνο των άλλων ανθρώπων. Πώς υποστηρίζουμε έναν άνθρωπο που βιώνει απώλεια; Πώς του είμαστε περισσότερο χρήσιμοι, έτσι ώστε να πάρει δύναμη και να προχωρήσει; Αντί να απαριθμήσω το «τι να  κάνουμε», θα αναφερθώ πρώτα στο «τι δεν πρέπει να κάνουμε».

  1. Δεν καταφεύγουμε σε κλισαρισμένες φράσεις, όπως «αυτά έχει η ζωή» (Ναι, το ξέρουμε όλοι πως αυτά έχει η ζωή αλλά αυτό δεν κάνει τη θλίψη του άλλου ανθρώπου να καταλαγιάζει), «όλα γίνονται για κάποιο λόγο»(Ο λόγος είναι μάλλον πως είσαι γκαντέμης, κακός, ή πως απλώς θέλω να σε ξεφορτωθώ και σου λέω τσιτάτα), «όλα θα πάνε καλά» (που το ξέρεις;) κλπ. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι σαν να προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε τα συναισθήματα του άλλου ανθρώπου και καταφεύγουμε σε συνταγές και τσιτάτα κενά νοήματος.
  2. Αποφεύγουμε να εκλογικεύσουμε υπερβολικά την κατάσταση, με το να εξηγούμε, πως «ναι και σε άλλους ανθρώπους συμβαίνουν αυτά και το χειρίζονται έτσι κι έτσι κλπ». Αυτό θα μπορούσε να είναι βοηθητικό σε μια μεταγενέστερη φάση υποστήριξης, όπου ο άνθρωπος αυτός έχει βρει μια στοιχειώδη ισορροπία και χρειάζεται κάποιες ιδέες για να προχωρήσει.
  3. Δεν μιλάμε για τον εαυτό μας! Δεν εξηγούμε στον άλλον άνθρωπο πως βιώσαμε κι εμείς την τάδε ή την τάδε απώλεια και δεν στρέφουμε την εστίαση στον εαυτό μας και στα δικά μας βάσανα κι απώλειες. Είναι σαν να λέμε στον άλλον άνθρωπο  «εσύ δεν είσαι σημαντικός, εγώ είμαι».
  4. Παραμένουμε ψύχραιμοι αλλά όχι ψυχροί. Δηλαδή, δεν θα βοηθήσει καθόλου να καταρρεύσουμε σε συμπαράσταση του πληγέντος, αλλά ούτε και να σταθούμε σαν μηχανές απέναντί του και να του πούμε «ναι μωρέ αυτά συμβαίνουν αλλά εσύ είσαι δυνατός/ή και θα θα καταφέρεις». Ή την πολύ «ξεφορτωτική» φράση «δεν σε φοβάμαι εσένα, αντέχεις». Στην πρώτη περίπτωση βάζουμε τον άνθρωπο που βιώνει την απώλεια να φροντίσει εμάς (άρα τον εγκαταλείπουμε), ενώ στη δεύτερη περίπτωση τον ξεφορτωνόμαστε/εγκαταλείπουμε, ενώ ταυτόχρονα του δηλώνουμε πως δε χρειάζεται και να νιώθει χάλια γιατί είναι «δυνατός/ή». Άρα είναι λάθος να έχει το συναίσθημα που βιώνει και δεν χρειάζεται υποστήριξη.
  5. Δεν κριτικάρουμε ποτέ τα συναισθήματά του. Το να εξηγούμε στον άλλον για ποιους λόγους ΔΕΝ πρέπει να νιώθει έτσι όπως νιώθει, είναι σαν να του λέμε πως κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν και πως λειτουργεί παράλογα. Φράσεις όπως «μα γιατί κάνεις έτσι», «κακώς στεναχωριέσαι» (εννοείται για περιπτώσεις που είναι σοβαρές, όχι σε περιπτώσεις μηδαμινής σοβαρότητας, τύπου «χάλασε το μανικιούρ»), ή «μα αφού το περίμενες, γιατί στεναχωριέσαι;» (κι αυτό τι σημαίνει δηλαδή; Πως επειδή το περίμενε δεν δικαιούται να πονάει;) , «σύνελθε» (μα από τι;),  «δεν πρέπει να νιώθεις έτσι» κλπ εμπνευσμένα, έχουν κακό αποτέλεσμα, μια και εκτός από τον πόνο του, ο άλλος άνθρωπος έχει τώρα να επεξεργαστεί και το συναίσθημα πως είναι παράλογος.
  6. Δεν δίνουμε ψευδείς επιβεβαιώσεις, πως «όλα θα πάνε καλά», «όλα τα γιατρεύει ο χρόνος», πως  «αυτό που χάθηκε θα αναπληρωθεί σύντομα» ή «θα πάψει να πονάει». Κι ακόμα περισσότερο, δεν δίνουμε συμβουλές του τύπου «κάνε αυτό ή κάνε εκείνο», ώστε να μη βιώνει ο άλλος τον πόνο και τη θλίψη.

Όλες αυτές οι πρακτικές, αφ ενός είναι πολύ διαδεδομένες και όλοι μας μάλλον τις έχουμε χρησιμοποιήσει προκειμένου να βοηθήσουμε δικούς μας ανθρώπους αλλά είναι σίγουρο πως αν τους ρωτήσουμε τι αποτέλεσμα είχαν πάνω τους, θα πάρουμε μια πολύ απογοητευτική απάντηση. Στην ουσία, τα κάνουμε όλα αυτά γιατί δεν αντέχουμε τον πόνο ως συναίσθημα. Δεν αντέχουμε να βλέπουμε τους ανθρώπους, ειδικά τους κοντινούς μας, να πονάνε. Δεν θέλουμε να πονάνε, γι αυτό και προσπαθούμε να τους «σύρουμε», στην κυριολεξία (και πολλές φορές από το μαλλί), έξω από το συναίσθημά τους. Ο λόγος; Απλούστατος: Αυτό που στην ουσία δεν αντέχουμε, είναι ο δικός μας ο πόνος. Δεν αντέχουμε να έλθουμε σ’ επαφή με τον πόνο των άλλων ανθρώπων, γιατί αυτό μας θυμίζει τη δική μας συντριβή, πόνο, απελπισία, θλίψη κι ανημπόρια, πράγματα που θέλουμε να τα απωθήσουμε και να τα εξαφανίσουμε αν είναι δυνατόν.  Κι έτσι, αποφεύγουμε, ξεφεύγουμε και δραπετεύουμε από την κακοτοπιά που μας θυμίζει το δικό μας πόνο. Μόνο που αυτό δεν είναι καθόλου υποστηρικτικό και βοηθητικό για τον άνθρωπο που θέλουμε να υποστηρίξουμε, όταν δεν έχουμε επίγνωση του ότι μας συμβαίνει. Μην έχοντας επίγνωση του γεγονότος, πως αυτό που δεν αντέχουμε, είναι ο δικός μας πόνος κι ως εκ τούτου κι ο πόνος του άλλου, καταφεύγουμε στις παραπάνω ανεπιτυχείς πρακτικές, οι οποίες αντί να ξαλαφρώσουν τον άλλο, τον επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο.

Τι είναι βοηθητικό να κάνουμε;

1. Πρώτον και κύριο, να είμαστε εκεί για ν’ ακούσουμε. Ν’ ακούσουμε τι έχει να πει ο άλλος άνθρωπος, πώς το βιώνει αυτό,  τι τον κάνει η απώλεια αυτή να σκέφτεται για τον εαυτό του, τι νόημα δίνει εκείνος στην απώλεια.

2. Να τον βοηθήσουμε να μιλήσει για όλα αυτά που έχασε. Πώς ήταν, τι σήμαιναν γι αυτόν, πώς τα είχε συνδέσει με τη ζωή και τον εαυτό του, τι «χάνεται» μαζί με το ρεαλιστικό πράγμα που χάθηκε.

3. Να κρατήσουμε χώρο για τον άλλον, αποφεύγοντας να δώσουμε συμβουλές ή να εξιστορήσουμε δικά μας πράγματα με λεπτομέρειες. Να δείξουμε πως προσπαθούμε να καταλάβουμε, ακόμα κι αν το να καταλάβουμε πλήρως δεν είναι εφικτό, γιατί απλώς, δεν είμαστε ο άλλος άνθρωπος.

4.  Να σταθούμε με σεβασμό απέναντι στα συναισθήματά του και να τον διευκολύνουμε να τα εκφράσει. Αν δεν θέλει, δεν πιέζουμε. Απλώς δηλώνουμε πως είμαστε διαθέσιμοι. Πολλές φορές αυτό και μόνο, παρέχει στους ανθρώπους που πενθούν έναν ασφαλή χώρο, για να ακουμπήσουν κι αυτό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα σε τέτοιες στιγμές.

5. Να αναγνωρίζουμε μέσα μας, πως είμαστε κι εμείς ευάλωτοι και το φοβόμαστε κι εμείς αυτό που συμβαίνει στον άλλον άνθρωπο. Ν’ αναγνωρίσουμε, πως φοβόμαστε και τρέμουμε κι εμείς οι ίδιοι στην ιδέα των απωλειών που βιώνει ο άλλος άνθρωπος και πως αυτό που φοβόμαστε περισσότερο απ’ όλα, είναι η δική μας θλίψη, ο πόνος κι η απελπισία. Αυτό θα μας βοηθήσει και να μείνουμε στη θέση μας και να είμαστε με ουσιαστικά βοηθητικό τρόπο δίπλα στον άλλον άνθρωπο ή ακόμα, μπορεί να μας δώσει με σαφήνεια την επίγνωση πως δεν αντέχουμε να είμαστε δίπλα του, και να το επικοινωνήσουμε αυτό. Είναι σίγουρα πιο χρήσιμο, πιο αληθινό και πιο έντιμο να πούμε «είναι πολύ οδυνηρό και για μένα αυτό που σου συμβαίνει και γι αυτό νιώθω πως δεν μπορώ να σου συμπαρασταθώ αποτελεσματικά». Έτσι δεν θα χρειαστεί να καταφύγουμε στις παραπάνω επιβλαβείς πρακτικές.

Είναι σίγουρο, πως αργά ή γρήγορα, είτε θα χρειαστεί να υποστηρίξουμε ανθρώπους στις απώλειές τους ή θα χρειαστούμε εμείς υποστήριξη. Καλό είναι να γνωρίζουμε πώς να την προσφέρουμε αλλά και πώς να τη ζητήσουμε, ώστε να έχουμε παρηγοριά και συνοδεία στις δύσκολες στιγμές, που είναι σίγουρο πως όλοι μας, αργά ή γρήγορα, περισσότερο ή λιγότερο, θα ζήσουμε.

Ο κόσμος των υπερηρώων υπάρχει μόνο στα παραμύθια. Όσον αφορά την πραγματικότητα, “ We ‘re only human after all…”.

Πηγή: jenny.gr